Δυτική νεκρόπολη

Δυτική νεκρόπολη

Δυτική νεκρόπολη

Η Δυτική Νεκρόπολη εκτείνεται έξω από την μνημειακή Δυτική Πύλη, εκατέρωθεν του σημαντικού δρόμου, ο οποίος, ως προέκταση του decumanus maximus, οδηγούσε στο δυτικό λιμάνι, τον Κόμαρο. Ήταν εντυπωσιακή σε έκταση και σε αριθμό μαυσωλείων, ωστόσο, έως σήμερα, μόνον ένα μικρό τμήμα της έχει ανασκαφεί.

Λίγα μόλις μέτρα από την πύλη διατηρούνται σε αξιόλογο ύψος τρία μαυσωλεία, συλημένα από παλιά. Είναι θαλαμωτά, σχεδόν τετράγωνης ή ορθογώνιας κάτοψης. Θραύσματα μαρμάρινων σαρκοφάγων με εξαιρετικό ανάγλυφο διάκοσμο (άνθη, ερωτιδείς, γιρλάντες, σατύρους), που εντοπίστηκαν στην περιοχή της νεκρόπολης, προέρχονται ασφαλώς από τα μαυσωλεία. Σε επαφή με το τείχος και εκατέρωθεν της ταφικής οδού ερευνήθηκαν περισσότεροι από εκατόν εξήντα τάφοι, μεμονωμένοι ή σε συστάδες. Πρόκειται για ιδιαίτερα επιμελημένους κιβωτιόσχημους τάφους, αλλά και πώρινες σαρκοφάγους και θήκες που φιλοξενούσαν τεφροδόχα αγγεία. Συχνά, χάριν εξοικονόμησης χώρου, οι τάφοι κτίζονται ο ένας πάνω στον άλλο, ενώ οι μεγάλοι οικογενειακοί κιβωτιόσχημοι φιλοξενούν έως και δεκατρείς νεκρούς. Οι τάφοι χρονολογούνται από το πρώτο μισό του 2ου έως και τον πρώιμο 4ο αι. μ.Χ.

Στο δυτικότερο τμήμα της νεκρόπολης, σε απόσταση περίπου 300μ. από το Ιόνιο Πέλαγος εντοπίστηκαν δύο μεγάλες ορθογώνιες αίθουσες σε παράλληλη διάταξη. Είναι κτισμένες κατά το μεικτό δομικό σύστημα, ενώ η δυτικότερη διαθέτει εσωτερικά, σε κάθε μακρά πλευρά, τέσσερις κόγχες. Νότια, και σε επαφή με τη δυτική αίθουσα, ανοίγεται τμήμα τρίτης αίθουσας. Το συγκρότημα πιθανώς σχετίζεται ‒λόγω και της γειτνίασής του με τη θάλασσα‒ με εμπορικές δραστηριότητες.

Xάρτης

Βόρεια Νεκρόπολη

Βόρεια Νεκρόπολη

Αεροφωτογραφία της Βόρειας νεκρόπολης

Βόρεια Νεκρόπολη

Η Βόρεια Νεκρόπολη, η καλύτερα ερευνημένη από τις πέντε της Νικόπολης, απλώνεται έξω από τη Βορειοδυτική Πύλη, εκατέρωθεν ταφικής οδού, η οποία στη συνέχεια οδηγούσε στο Στάδιο, και από εκεί στο Τρόπαιο της νίκης. Η νεκρόπολη ήταν σε χρήση από τον 1ο έως τις αρχές του 4ου αι. μ.Χ. Μεμονωμένα ευρήματα των επόμενων αιώνων δεν επιτρέπουν ασφαλή συμπεράσματα για τη συνέχιση της χρήσης της, κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο. Το νότιο τμήμα της νεκρόπολης, σε επαφή με το τείχος, οργανώνεται με ταφικούς περιβόλους και ανεξάρτητες συστάδες τάφων. Οι περίβολοι που έχουν αποκαλυφθεί έως σήμερα περικλείουν έως και δεκατέσσερις τάφους, που διατάσσονται περιμετρικά των τοίχων ή σε παράλληλες σειρές. Οι τάφοι ανήκουν στις τυπικές, για την περίοδο, κατηγορίες: κτιστοί κιβωτιόσχημοι, κεραμοσκεπείς, εγχυτρισμοί (ταφές δηλαδή βρεφών και νηπίων σε μεγάλους αποθηκευτικούς αμφορείς), αλλά και θήκες με πήλινα ή σπανιότερα λίθινα τεφροδόχα αγγεία (urna cineraria), στις περιπτώσεις που εφαρμόστηκε η καύση του νεκρού.

Βορειότερα, η ταφική οδός πλαισιώνεται με εντυπωσιακά υπέργεια ταφικά μνημεία-μαυσωλεία, που ανήκαν σε εύπορους και εξέχοντες πολίτες. Τα μνημεία οργανώνονται κατά μήκος της κύριας οδού ως ανεξάρτητα κτίσματα, ή σε συγκροτήματα με ενδιάμεσους διαδρόμους κίνησης, παραπέμποντας στα νεκροταφεία της Ρώμης, της Όστιας, της Πομπηίας κ.ά. Διαθέτουν έναν υπέργειο ή ημιυπόγειο ταφικό θάλαμο με καμαρωτή κάλυψη και δίρριχτη στέγη. Το δάπεδό τους στρώνεται με ασβεστολιθικές πλάκες, οπτόπλινθους και μαρμαροθέτημα ή ψηφιδωτό, στις πιο πολυτελείς κατασκευές. Οι τοίχοι τους εξωτερικά και εσωτερικά επιχρίονται με κονίαμα, ενώ το εσωτερικό των πολυτελέστερων μνημείων επενδύεται με ορθομαρμάρωση. Οι ταφικοί θάλαμοι φιλοξενούν σαρκοφάγους διαφόρων τύπων: πολυτελείς μαρμάρινες με ανάγλυφη διακόσμηση, αττικών ή τοπικών εργαστηρίων, τις λεγόμενες τύπου Άσσου (λίθινες, εισηγμένες από την ομώνυμη πόλη της Μ. Ασίας) και απλές πώρινες, εγκιβωτισμένες σε πλινθόκτιστες κατασκευές. Στον ίδιο θάλαμο συνυπάρχουν συχνά και κτιστοί κιβωτιόσχημοι τάφοι, καθώς και θήκες.

Τα μαυσωλεία διακρίνονται σε ναόμορφα και θαλαμωτά. Τα ναόμορφα υψώνονται πάνω σε πόδιο και διαθέτουν πρόδομο. Μνημειακή, συνήθως, κλίμακα εξασφαλίζει την πρόσβαση από την ταφική οδό. Το πόδιο είναι κτισμένο από πλίνθους ή καλοδουλεμένους λίθους, ως επένδυση στο χυτό λιθόδεμα του πυρήνα. Τα θαλαμωτά μαυσωλεία αποτελούνται από μία τετράπλευρη αίθουσα, με μονόφυλλη, συνήθως, θύρα, καμαρωτή οροφή και δίρριχτη στέγη. Εσωτερικά, πάνω από το ύψος των τάφων, διαμορφώνεται περιμετρικά μία ζώνη με ισοϋψείς κόγχες όπου είχαν εναποθέσει τεφροδόχα αγγεία, από τα οποία διατηρούνται μόνον οι πυθμένες.

Σε γενικές γραμμές, η ανέγερση των μαυσωλείων τοποθετείται στον 1ο και τον 2ο αι. μ.Χ. Τα μεγαλοπρεπέστερα από τα μαυσωλεία του 2ου αι. μ.Χ. αντανακλούν την ευμάρεια που γνώρισε η πόλη, κατά τη βασιλεία των αυτοκρατόρων Τραϊανού (98-117 μ.Χ.) και Αδριανού (117-138 μ.Χ.).

Το ναόσχημο Μαυσωλείο 2

Xάρτης

ΝΕΚΡΟΠΟΛΕΙΣ

ΝΕΚΡΟΠΟΛΕΙΣ

ΝΕΚΡΟΠΟΛΕΙΣ

Πέντε νεκροπόλεις περικλείουν την πόλη και βρίσκονται εκτός των τειχών. Οι ταφές ξεκινούν ακριβώς έξω από τις πύλες και εκτείνονται στον χώρο εκατέρωθεν των κεντρικών δρόμων, που συνέδεαν το αστικό κέντρο με το προάστειο, τις αγροτικές περιοχές και τα τρία λιμάνια.

Ωδείο

Ωδείο

Αεροφωτογραφία του Ωδείου

Ωδείο

Σύμφωνα με τα υπάρχοντα δεδομένα, η πολιτική αγορά της Νικόπολης, το Forum, τοποθετείται βόρεια της διασταύρωσης των δύο κύριων οδικών αρτηριών της πόλης, του  decumanus maximus και του cardo maximus. Το μόνο από τα οικοδομήματα της περιοχής αυτής, το οποίο έχει ερευνηθεί συστηματικά είναι το Ωδείο.

Το Ωδείο πλαισίωναν τρεις δρόμοι, ένας decumanus στα βόρεια, και δύο παράλληλοι cardines, δυτικά και ανατολικά αντίστοιχα. Το Ωδείο, με χωρητικότητα περίπου 1600 θεατών, προοριζόταν κυρίως για μουσικές εκδηλώσεις, συνελεύσεις δημόσιου χαρακτήρα και θεατρικές παραστάσεις, αφού πίσω από την πρόσοψη του προσκηνίου, υπάρχει υποδομή για την τοποθέτηση μηχανισμού αυλαίας.

Τα κύρια μέρη του Ωδείου είναι η σκηνή (scaenae), η ορχήστρα (orchestra) και το κοίλο (cavea ή auditorium). Η σκηνή υψώνεται σε δύο επίπεδα και αποτελείται από ένα ορθογώνιο επίμηκες οικοδόμημα, που φιλοξενούσε χώρους για τις ανάγκες των συντελεστών των παραστάσεων. Οι ηθοποιοί έπαιζαν πάνω σε ένα δάπεδο υπερυψωμένο, σε σχέση με την ορχήστρα, το προσκήνιο ή λογείο (proscaenium/pulpitum). Ο χαμηλός συμπαγής τοίχος στην πρόσοψη του προσκηνίου (frons pulpiti), είναι διακοσμημένος με κόγχες, ημικυκλικές και ορθογώνιες. Στις τρεις μεγαλύτερες κόγχες υπάρχουν μικρές κλίμακες τεσσάρων αναβαθμών, που οδηγούσαν από την ορχήστρα στο προσκήνιο.

Στο βόρειο όριο του προσκηνίου υψώνεται η πρόσοψη της σκηνής (scaenae frons), η οποία, όπως σε όλα τα ρωμαϊκά θέατρα, έφερε πλούσια αρχιτεκτονική και πλαστική διακόσμηση και τρεις εισόδους: την κεντρική (valva regia) και δύο πλαϊνές (hospitalia). Σε κάθε είσοδο τρεις λίθινοι αναβαθμοί προς τον χώρο του προσκηνίου, και τέσσερις προς το εσωτερικό της σκηνής, εξυπηρετούσαν τη διέλευση των ηθοποιών. Εκατέρωθεν του προσκηνίου βρίσκονται δύο ορθογώνια δωμάτια, τα παρασκήνια (versurae). Πίσω από την πρόσοψη του προσκηνίου βρίσκεται κτιστή τάφρος, με τις υποδομές του μηχανισμού της αυλαίας.

Σχεδιαστική κάτοψη του Ωδείου

Η ημικυκλική ορχήστρα (διάμ. 8,26μ.) ήταν διακοσμημένη με πολύχρωμο μαρμαροθέτημα (opus sectile), από το οποίο σώζονται μόνο σπαράγματα, κατά μήκος της ευθύγραμμης πλευράς της. Περιμετρικά της ορχήστρας διαμορφώνονταν τρεις χαμηλοί αναβαθμοί (προεδρία, prohedria), στους οποίους τοποθετούνταν καθίσματα για τους επισήμους (bisellia).

Κάτω από την ορχήστρα, το προσκήνιο και τα παρασκήνια εκτείνεται δίκτυο υπόγειου αγωγού, του οποίου η αφετηρία και η λειτουργία παραμένει άγνωστη. Στο κέντρο της ορχήστρας βρίσκεται οπή απορροής ομβρίων υδάτων, η οποία φαίνεται ότι διανοίχθηκε πρόχειρα στην αρχαιότητα και συνδέεται με τον υποκείμενο αγωγό.

Το κοίλο (cavea ή auditorium), ημικυκλικού σχήματος, διασώζει είκοσι δύο σειρές εδωλίων στο κεντρικό τμήμα του και είκοσι στο ανατολικό και δυτικό αντίστοιχα. Χωρίζεται σε δύο διαζώματα (maenianae) με διάδρομο, το πλάτος του οποίου αντιστοιχεί στο πλάτος μιας σειράς εδωλίων. Το κάτω κοίλο (ima cavea) χωρίζεται σε δύο κερκίδες (cunei) με τέσσερις κλίμακες ανόδου και το άνω κοίλο (summa cavea) σε τέσσερις κερκίδες, με πέντε κλίμακες. Το κοίλο στηρίζεται σε υποδομή τριών επάλληλων, ομόκεντρων θολωτών διαδρόμων, των οποίων το ύψος αυξάνεται διαδοχικά από το εσωτερικό προς την περιφέρεια του οικοδομήματος. Για τον εξαερισμό του χώρου υπήρχαν δώδεκα μικρά ανοίγματα στον τοίχο προς τον εξωτερικό διάδρομο και δέκα στην οροφή του, τα οποία ανοίγονταν προς το κοίλο. Ο τρίτος εξωτερικός διάδρομος διαμορφώνεται σε στοά με τοξωτή πεσσοστοιχία, η οποία, παράλληλα με τις ανάγκες φωτισμού και αερισμού, εξυπηρετούσε και την κίνηση των θεατών.

Η πρόσβαση των θεατών στο κατώτερο τμήμα του Ωδείου γινόταν από τις θολωτές παρόδους (aditus maximi) και από έναν κεντρικό διάδρομο (vomitorium), που ξεκινούσε από την περιμετρική στοά και κατέληγε στην ορχήστρα. Την άνοδο των θεατών στο κοίλο από τον εξωτερικό χώρο εξυπηρετούσε διπλή κλίμακα στο νότιο τμήμα του κτιρίου. Δύο επί πλέον κλίμακες εκατέρωθεν των παρασκηνίων οδηγούσαν στον όροφο της σκηνής.

Το Ωδείο ανεγείρεται στο πρώτο μισό του 2ου αι. μ.Χ., εποχή ακμής για τη Νικόπολη, έδρα της αυτόνομης επαρχίας της Ηπείρου. Κατά τη διάρκεια της χρήσης του γνώρισε διάφορες επισκευές και επεμβάσεις, η πλέον εκτεταμένη από τις οποίες αφορούσε ένα συνολικό πρόγραμμα ανακαίνισης. Η οικοδομική αυτή φάση χρονολογείται μεταξύ του τέλους του 2ου αι. μ.Χ. και των αρχών του 3ου αι. μ.Χ., στην εποχή της δυναστείας των Σεβήρων. Αρχαιολογικά ευρήματα ορίζουν την εγκατάλειψη του Ωδείου, πιθανότατα στα τέλη του 4ου αι. μ.Χ.

Το Ωδείο ανεγείρεται στο πρώτο μισό του 2ου αι. μ.Χ., εποχή ακμής για τη Νικόπολη, έδρα της αυτόνομης επαρχίας της Ηπείρου.

Άποψη του κοίλου από το προσκήνιο

Xάρτης

Υδραγωγείο-Νυμφαία-Κρήνες

Υδραγωγείο-Νυμφαία-Κρήνες

Το ρωμαϊκό Υδραγωγείο

Υδραγωγείο-Νυμφαία-Κρήνες

Η ύπαρξη Υδραγωγείου στη Νικόπολη είναι ενδεικτική του μεγέθους και της σημασίας της πόλης. Το Υδραγωγείο καλύπτει απόσταση άνω των 50 χλμ. από τις πηγές του Αγίου Γεωργίου έως το συγκρότημα του Νυμφαίου. Ήταν απαραίτητο για την κάλυψη των καθημερινών αναγκών των κατοίκων της πόλης, όσο και για τη λειτουργία των λουτρών και άλλων υποδομών.

Ο όρος νυμφαίο αρχικά δήλωνε τον ιερό χώρο στον οποίο λατρεύονταν οι Νύμφες. Αργότερα ο όρος χρησιμοποιήθηκε για κτίσματα που σχετίζονταν με το νερό, χωρίς να είναι αφιερωμένα στις Νύμφες. Στους αυτοκρατορικούς χρόνους τα νυμφαία ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένα στη Ρώμη και τις επαρχίες. Κτισμένα συνήθως σε πολυσύχναστα σημεία των πόλεων, ήταν αφιερωμένα στους θεούς και αποτελούσαν δώρο του αυτοκράτορα ή μελών της τοπικής ελίτ, η οποία επιζητούσε κύρος και αναγνώριση.

Η συνεχής ροή άφθονου νερού την οποία εξασφάλιζε η σύνδεσή τους με το Υδραγωγείο, μετέφερε εικόνες με τρεχούμενα νερά της υπαίθρου στο αστικό περιβάλλον. Περίφημο νυμφαίο στον ελλαδικό χώρο είναι το νυμφαίο της Ολυμπίας, γνωστό ως νυμφαίο ή εξέδρα του Ηρώδη του Αττικού. Κτίστηκε το 160 μ.Χ. και αποτελούσε δώρο στον Δία από τη Ρήγιλλα, σύζυγο του Ηρώδη.

Νυμφαία Δυτικής Πύλης

Λίγα μόλις μέτρα ανατολικά της Δυτικής Πύλης και εκατέρωθεν του decumanus maximus βρίσκονται δύο όμοια Νυμφαία. Πρόκειται για δημόσιες κρήνες περίτεχνα διακοσμημένες, τις οποίες τροφοδοτούσαν τα νερά του Υδραγωγείου.

Τα Νυμφαία της Νικόπολης έχουν κάτοψη σε σχήμα Π, είναι κτισμένα με οπτόπλινθους και ήταν διώροφα. Στην πρόσοψή τους χαμηλός τοίχος ένωνε τα σκέλη του Π σχηματίζοντας ορθογώνια δεξαμενή. Στην εσωτερική επιφάνεια των τοίχων τους και σε ύψος 1,85μ. πάνω από το δάπεδο των δεξαμενών, ανοίγονται εννέα συνολικά κόγχες με δύο επάλληλες ορθογώνιες οπές, στις οποίες ήταν προσαρμοσμένοι οι κρουνοί μέσα από τους οποίους έτρεχε στη δεξαμενή το πόσιμο νερό. Το νερό έφθανε στους κρουνούς μέσω σωληνώσεων, στερεωμένων περιμετρικά στις εξωτερικές επιφάνειες των τοίχων. Τα νερά που υπερχείλιζαν από τη δεξαμενή του βόρειου Νυμφαίου διοχετεύονταν σε ανοιχτό λίθινο αυλάκι, τμήμα του οποίου σώζεται κατά χώραν. Οι εσωτερικοί τοίχοι και οι προσόψεις διέθεταν πολύχρωμες ορθομαρμαρώσεις, ενώ στις εξωτερικές κόγχες και στις κόγχες του ορόφου θα υπήρχαν αγάλματα της αυτοκρατορικής οικογένειας, των ιδρυτών τους και θεοτήτων.

Πίσω από την πρόσοψη σε κάθε νυμφαίο εντοπίζεται μια δεξαμενή, στην οποία συγκεντρωνόταν το νερό για να οδηγηθεί στη συνέχεια στο δίκτυο των μολύβδινων σωλήνων. Η δεξαμενή, επενδεδυμένη με υδραυλικό κονίαμα, έχει επικλινές προς το κέντρο δάπεδο με χοανοειδές άνοιγμα, μέσω του οποίου το νερό οδηγείτο χαμηλότερα στους σωλήνες. Η ροή του νερού προς τις δεξαμενές ελεγχόταν με διαφράγματα, τα οποία ανεβοκατέβαιναν μέσα στις αυλακώσεις των τοιχωμάτων του αγωγού. Οι τελευταίες διατηρούνται έως σήμερα.

Μολονότι το βόρειο και το νότιο Νυμφαίο είναι όμοια ως προς την αρχιτεκτονική τους μορφή, η μη συμμετρική τοποθέτηση του ενός απέναντι του άλλου, ορισμένες διαφορές στις τοιχοποιίες, οδήγησαν στη χρονολόγηση του νότιου Νυμφαίου στο πρώτο μισό του 2ου αι. μ.Χ. και του βόρειου στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. Ωστόσο, λόγω της έλλειψης επαρκών ανασκαφικών δεδομένων, αφού ανασκαφική έρευνα που διεξήχθη τη δεκαετία του 1970 υπήρξε σύντομη, η χρονολογική σχέση των δυο Νυμφαίων παραμένει ανοιχτή.

Αναπαράσταση των δίδυμων Νυμφαίων της Δυτικής Πύλης

Μικρό Νυμφαίο

Το δημόσιο κρηναίο οικοδόμημα βρίσκεται στη δυτική πλευρά του πλακόστρωτου δρόμου (cardo), ο οποίος διατρέχει τη δυτική πλευρά του Οίκου του εκδίκου Γεωργίου. Πρόκειται για ορθογώνιο πλινθόκτιστο κτίσμα, με τέσσερις θολωτούς χώρους σε παράταξη, από τους οποίους, ο πρώτος έχει ορθογώνια κάτοψη και οι άλλοι τρεις ημικυκλική. Ο πρώτος χώρος διέθετε είσοδο, της οποίας σώζεται το λίθινο κατώφλι, ενώ οι τρεις άλλοι ήταν κλειστοί με τοιχίο. Η κόγχη του δεύτερου χώρου είναι διακοσμημένη με ψηφιδωτή παράσταση ημίγυμνης Νηρηίδας ανακεκλιμένης πάνω σε θαλάσσιο κήτος.

Όπως μαρτυρούν οι αυλακώσεις και οι οπές που σώζονται πάνω στους τοίχους, στις τρεις κόγχες υπήρχε δίκτυο ύδρευσης με μολύβδινους σωλήνες. Το μέτωπο του τόξου της δεύτερης κόγχης, έφερε ψηφιδωτή παράσταση με δύο Νίκες εραλδικά τοποθετημένες. Στον χώρο μεταξύ των δύο Νικών και σε χαμηλότερο επίπεδο, διατηρείται τμήμα προγενέστερου ψηφιδωτού στο οποίο διακρίνεται η επιγραφή ΑΚΤΙΑ, με μαύρα γράμματα πάνω σε κόκκινο φόντο.

Πάνω από τους θολωτούς χώρους υπήρχαν κτιστές δεξαμενές, από τις οποίες το νερό διοχετεύονταν στους μολύβδινους σωλήνες και στη συνέχεια έπεφτε μέσα στις τρεις μικρές πισίνες. Από τις πισίνες, πιθανώς μέσα από κρουνούς, το νερό έρρεε σε λίθινο αυλάκι στο επίπεδο του δρόμου.

Δεν είναι γνωστό πότε έπαψε να λειτουργεί η κρήνη, στην οποία εντοπίζονται επεμβάσεις, όπως η σφράγιση των ανοιγμάτων στις δύο χαμηλές κόγχες και η επικάλυψη του ψηφιδωτού της Νηρηίδας με κονίαμα, πάνω στο οποίο είχαν σχεδιαστεί κόκκινοι σταυροί. Το Νυμφαίο χρονολογείται στον 2ο αι. μ.Χ., όταν η κατασκευή του Υδραγωγείου που εξασφάλιζε την τροφοδοσία της κρήνης είχε πλέον ολοκληρωθεί.

Το μικρό Νυμφαίο κοντά στον οίκο του εκδίκου Γεωργίου
Επιτοίχιο ψηφιδωτό από το μικρό Νυμφαίο με Νίκες και την επιγραφή ΑΚΤΙΑ

Xάρτης

Θέρμες

Θέρμες

Οι κεντρικές Θέρμες

Θέρμες

Τα δημόσια λουτρά (balnea ή thermae) είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία του αστικού τοπίου των αυτοκρατορικών πόλεων, από τις χώρες του βορρά ως την Ασία και την Αφρική. Συνήθως καταλαμβάνουν μια μεγάλη περιοχή, διαθέτουν πολλούς χώρους χτισμένους με πολυτέλεια και κοσμημένους με ψηφιδωτά και γλυπτά. Στον περιβάλλοντα χώρο τους, υπήρχαν βιβλιοθήκες, χώροι άσκησης και κήποι. Χτίζονταν συνήθως με έξοδα κάποιου χορηγού: ενός πλούσιου πολίτη, κάποιου αξιωματούχου της τοπικής ή κεντρικής διοίκησης ή από μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας. Η σύνδεση των λουτρών με το Υδραγωγείο εξασφάλιζε την συνεχή υδροδότηση, ενώ το αποχετευτικό σύστημα διασφάλιζε την απορροή του νερού.

Οι πλούσιοι πολίτες διέθεταν ιδιωτικά λουτρά, μικρογραφίες των δημόσιων, στις οικίες και τα εξοχικά τους. Ερείπια ρωμαϊκών λουτρικών εγκαταστάσεων έχουν εντοπιστεί στις πόλεις και την ύπαιθρο ολόκληρης της ελληνικής επικράτειας.

Οι κεντρικές Θέρμες

Η ονομασία Κεντρικές Θέρμες αναφέρεται σε εκτεταμένα ερείπια του βορειοανατολικού τομέα της πόλης, τα οποία στον τοπογραφικό χάρτη του Φιλαδελφέως σημειώνονται με την ένδειξη «λουτρά». Η κάτοψή τους περιλαμβάνεται στον χάρτη της βυζαντινής πόλης που εκπόνησαν άγνωστοι Ιταλοί στρατιώτες των ιταλικών δυνάμεων κατοχής το 1942. Διερευνητική ανασκαφική έρευνα το 2001 αποσαφήνισε τα περιγράμματα των χώρων στα σημεία όπου οι διάφοροι τοίχοι προβάλλουν πάνω από τη σημερινή επιφάνεια του εδάφους. Το οικοδόμημα φαίνεται να εντάσσεται στον πολεοδομικό ιστό της πόλης, με τη νότια πλευρά του να εκτείνεται πιθανότατα κατά μήκος του decumanus, ο οποίος κατέληγε στην Ανατολική Πύλη.

Οι χώροι του συγκροτήματος, των οποίων διακρίνονται τα περιγράμματα, αναπτύσσονται βόρεια και δυτικά μιας επιμήκους αίθουσας. Στις μακριές πλευρές της διαμορφώνονταν εννέα θολωτοί χώροι, πέντε στην ανατολική πλευρά και τέσσερις στη δυτική. Η αίθουσα είχε ψηφιδωτό δάπεδο, που διατηρεί ταινίες με πλοχμό και άλλα γεωμετρικά σχήματα τα οποία πλαισιώνουν μεγάλα διάχωρα, σε ένα από τα οποία απεικονίζονται δελφίνια.

Άνοιγμα θύρας στο νότιο τοίχο της αίθουσας, οδηγούσε σε χώρο, ο οποίος πιθανώς να συνδεόταν με την κύρια είσοδο των θερμών και η λειτουργία του οποίου παραμένει αδιευκρίνιστη. Εξωτερικά της νοτιοδυτικής γωνίας της αίθουσας τοιχοποιίες μεταγενέστερων προσκτισμάτων, χρονολογούνται πιθανότατα στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους. Δύο ανοίγματα θυρών στον βόρειο τοίχο της αίθουσας οδηγούσαν σε επιμήκη ορθογώνια αίθουσα. Στο κέντρο του ανατολικού τοίχου της διαμορφώνεται ημικυκλική κόγχη (πλάτους 2μ.), η οποία θα εκοσμείτο με άγαλμα, όπως συνηθιζόταν σε αντίστοιχους χώρους λουτρών. Στο ανατολικό τμήμα της αίθουσας, κάτω από την κόγχη, βρίσκεται ορθογώνια πισίνα. Κατά μήκος της δυτικής πλευράς της υπήρχαν σκαλοπάτια που διευκόλυναν την κάθοδο των λουομένων. Τα τοιχώματα της πισίνας, όπως και τα σκαλοπάτια, ήταν επενδεδυμένα με μαρμάρινες πλάκες, ενώ το δάπεδό της ήταν στρωμένο με ψηφιδωτό. Στη δεύτερη οικοδομική φάση το μήκος της πισίνας περιορίστηκε με δύο εγκάρσιους τοίχους, οι οποίοι ήταν πρόχειρα κτισμένοι με αργούς λίθους, θραύσματα πλίνθων και κεράμων. Κατά μήκος της δυτικής πλευράς της πισίνας υπήρχε κιονοστοιχία από τέσσερις μονολιθικούς κίονες από καρύστιο λίθο (cipolino verde), οι οποίοι βρέθηκαν πεσμένοι σε κομμάτια μέσα στην πισίνα. Τους κίονες επέστεφαν κορινθιακά κιονόκρανα από λευκό μάρμαρο. Στο εσωτερικό της πισίνας εντοπίστηκε πήλινη κυκλική σφραγίδα που φέρει στο κέντρο σταυρό εγγεγραμμένο σε κύκλο, περιμετρικά του οποίου αναγράφεται ανάστροφα η εξής επιγραφή: ΚΕΒΟΗΘΙΓΙΟΡΓΙ (Κύριε βοήθει Γεώργιον).

Βορειοδυτικά της πρώτης αίθουσας εντοπίζονται τρεις μικρότερες ορθογώνιες αίθουσες, δύο από τις οποίες επικοινωνούσαν άμεσα με την πρώτη.

Το κυρίαρχο σύστημα δόμησης των Κεντρικών Θερμών είναι το opus testaceum. Τοίχοι με διαφορετικό τρόπο δόμησης, όπως μεικτό σύστημα από αργολιθοδομή και σειρές πλίνθων ή αργολιθοδομή με θραύσματα πλίνθων και κεράμων, αποτελούν μεταγενέστερες προσθήκες και επισκευές.

Λόγω της έλλειψης επαρκών ανασκαφικών δεδομένων, ο χρόνος ανέγερσης των θερμών δεν είναι σαφής. Ωστόσο, ορισμένα στοιχεία, όπως το κορινθιακό κιονόκρανο που βρέθηκε μέσα στην πισίνα μαζί με πολλά θραύσματα όμοιων κιονοκράνων, καθώς και η κάτοψη του συγκροτήματος, συνηγορούν υπέρ μιας χρονολόγησης περίπου στα τέλη του 2ου/αρχές του 3ου αι. μ.Χ., επί βασιλείας Σεπτιμίου Σεβήρου (193-211 μ.Χ.).

Τα λουτρά ήταν σε χρήση και κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, και δεν αποκλείεται η πισίνα του συγκροτήματος να λειτούργησε ως βαπτιστήριο. Λόγω της υψομετρικής διαφοράς μεταξύ της στάθμης των κτιστών δεξαμενών, κάτω από την Οικία του εκδίκου Γεωργίου, και της στάθμης των αιθουσών στις κεντρικές θέρμες, είναι πιθανό οι Κεντρικές Θέρμες να τροφοδοτούνταν από τα νερά των δεξαμενών, όταν το Υδραγωγείο της Νικόπολης είχε περιέλθει σε αχρηστία.

Τα δημόσια λουτρά (balnea ή thermae) είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία του αστικού τοπίου των αυτοκρατορικών πόλεων, από τις χώρες του βορρά ως την Ασία και την Αφρική.

Κεντρικές Θέρμες: η πισίνα

Xάρτης

Οικία εκδίκου Γεωργίου

Οικία εκδίκου Γεωργίου

Αεροφωτογραφία της οικίας του εκδίκου Γεωργίου

Οικία εκδίκου Γεωργίου

Η οικία του εκδίκου Γεωργίου, βρίσκεται σε δεσπόζουσα θέση, στον βορειοανατολικό τομέα της πόλης, πάνω σε γήλοφο με θέα προς τo προάστειο και τον Αμβρακικό. Πρόκειται για μεγάλη αστική οικία (domus), η οποία αναπτύσσεται στο φυσικό ανάγλυφο του εδάφους και περιβάλλεται από τέσσερις δρόμους, καταλαμβάνοντας έκταση μιας ολόκληρης οικοδομικής νησίδας (περίπου 9.000τ.μ.).

Η οικία διέθετε μια κύρια είσοδο στην νότια πλευρά και δύο δευτερεύουσες. Ο επισκέπτης από τον δρόμο έμπαινε απευθείας σε πλακόστρωτο διάδρομο (vestibulum) και από εκεί μέσω μικρού προθαλάμου (fauces), εισερχόταν στο αίθριο της οικίας. Στις τέσσερις γωνίες περιμετρικά μιας πισίνας τοποθετήθηκαν μαρμάρινα βάθρα, από τα οποία διατηρούνται δύο, ένα εκ των οποίων φέρει τετράστιχη αναθηματική επιγραφή: [Ἡ] βουλὴ καὶ ὁ δῆμος| Νεικοπολιτῶν | τὴν Πατρέων πόλιν| εὐνοίας ἓνεκα.

Το αίθριο της οικίας με την πισίνα

Δεξιά και αριστερά του αιθρίου υπήρχαν κρεβατοκάμαρες (cubicula) και δύο ανοιχτά δωμάτια (alae). Στη νότια πλευρά της οικίας, εκατέρωθεν των προθαλάμων, εικάζεται ότι υπήρχε στοά, στον πίσω τοίχο της οποίας ανοίγονταν είσοδοι καταστημάτων (tabernae). Στα νότια του αιθρίου, μεγάλη είσοδος οδηγούσε στην υπαίθρια περίστυλη αυλή της οικίας, ενώ άλλη πόρτα σε συνεχόμενη αίθουσα που, λόγω της θέσης της, ταυτίζεται με ασφάλεια με το tablinum, το γραφείο του οικοδεσπότη.

Ο κήπος της αυλής θα ήταν πλούσια στολισμένος με αναβρυτήρια, πέργολες, αγάλματα, μαρμάρινα τραπέζια (cartibulα) και μαρμάρινους δίσκους με ανάγλυφη διακόσμηση (oscila), κρεμασμένους ανάμεσα στους κίονες του περιστυλίου.

Τα δάπεδα των στοών ήταν διακοσμημένα με ψηφιδωτά, ελάχιστα, όμως, ίχνη τους διατηρούνται σήμερα. Στο δυτικό τμήμα της νότιας στοάς, υπάρχει ψηφιδωτό δάπεδο μήκους περίπου 11μ. Ένας κύκλος, που περιβάλλεται από πλοχμό, έφερε την επιγραφή + Επί Γεωργίου Εκδίκου, στην οποία οφείλεται η ονομασία του οίκου. Ο έκδικος ήταν κρατικός αξιωματούχος, επιφορτισμένος με την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του λαού, έναντι των αυθαιρεσιών της εξουσίας. Ο αξιωματούχος Γεώργιος, πιθανώς να υπήρξε και ο ιδιοκτήτης της οικίας, όταν έγινε η ψηφοθέτηση της στοάς, πολλά χρόνια μετά τον πρώτο της ιδιοκτήτη.

Ψηφιδωτό δάπεδο με το όνομα του εκδίκου Γεωργίου

Στο ισόγειο, βρίσκεται το συγκρότημα του βαλανείου της οικίας, το οποίο, όπως υποδεικνύεται από την τοιχοδομία του, δεν ανήκει στην πρώτη οικοδομική της φάση. Ο κεντρικός χώρος του λουτρού στεγαζόταν με θόλο, ο οποίος έφερε πολύχρωμη ψηφιδωτή διακόσμηση με βλαστόσπειρες, πτηνά και ψάρια.

Με βάση τα συστήματα δομής, διακρίνονται τρεις κύριες οικοδομικές φάσεις της οικίας, με πρώτη αυτή του 1ου αι. μ.Χ. και τελικά στο τέλος του 6ου/αρχές του 7ου αιώνα, η οικία εγκαταλείπεται. Πρόκειται για ιδιωτική οικία, που έχει σχέση με εμπορικές δραστηριότητες των ιδιοκτητών της, και όχι για κτίριο που υπήρξε έδρα πολιτικής ή θρησκευτικής εξουσίας. Ο πρώτος μάλιστα ιδιοκτήτης της οικίας ήταν ασφαλώς Ρωμαίος πολίτης, σύμφωνα με τη λατινική επιγραφή επάνω στη λίθινη πλάκα με την ιθυφαλλική μορφή.

Οι κάτοικοι της περιοχής κατά τον 19ο αιώνα ονόμαζαν τα ερείπια της οικίας «βασιλόσπιτο», και με αυτό τον όρο αναφέρονται τα ερείπια στις εκθέσεις των πρώτων ανασκαφικών ερευνών.

Με βάση τα συστήματα δομής, διακρίνονται τρεις κύριες οικοδομικές φάσεις της οικίας, με πρώτη αυτή του 1ου αι. μ.Χ. και τελικά στο τέλος του 6ου/αρχές του 7ου αιώνα, η οικία εγκαταλείπεται.

Αεροφωτογραφία της οικίας του εκδίκου Γεωργίου

Xάρτης

Οικία Μάνιου Αντωνίνου

Οικία Μάνιου Αντωνίνου

Η οικία του Μάνιου Αντωνίνου και τμήμα του παλαιοχριστιανικού τείχους

Οικία Μάνιου Αντωνίνου

Η οικία (domus) γνωστή ως Οικία του Μάνιου Αντωνίνου, βρίσκεται περίπου 300μ. ΒΑ του Ωδείου, σε απόσταση 60μ. από το δυτικό σκέλος της πρωτοβυζαντινής οχύρωσης. Η οικία έχει ανασκαφεί σε έκταση περίπου 3.400τ.μ. Το πλάτος της κάλυπτε μια οικοδομική νησίδα (περίπου 57μ.), ενώ το μήκος της παραμένει αδιευκρίνιστο. Το όνομά της οφείλεται σε έναν από τους ιδιοκτήτες της, ο οποίος την ανακαίνισε στο τέλος του 3ου/αρχές του 4ου αι. μ.Χ.

Ανήκει στον λεγόμενο «ανεπτυγμένο τύπο» αστικών ρωμαϊκών κατοικιών, με αίθριο και περιστύλιο, όπως τις γνωρίζουμε από τις πόλεις της Ιταλίας, αλλά και από τον ελλαδικό χώρο. Δύο από τους cardines της πόλης αποτελούν το ανατολικό και δυτικό όριο της. Η οικία διέθετε τρεις τουλάχιστον εισόδους εκ των οποίων η μία οδηγεί σε μία περίστυλη αυλή (peristylium) με κήπο στον υπαίθριο χώρο της, και πλακόστρωτες στοές, τουλάχιστον στα βόρεια και δυτικά. Κατά μήκος της βόρειας πλευράς της αυλής, βρίσκονται τέσσερα δωμάτια, τρία εκ των οποίων ήταν πιθανώς υπνοδωμάτια (cubicula) και διέθεταν ψηφιδωτά δάπεδα με γεωμετρικά και φυτικά κοσμήματα. Το δάπεδο του τέταρτου δωματίου, που ήταν τραπεζαρία-αίθουσα δεξιώσεων (triclinium), κοσμούσε περίτεχνη ψηφιδωτή σύνθεση με συμπλεκόμενα δωδεκάγωνα σχέδια και έκκεντρο έμβλημα, στο οποίο απεικονίζεται σκηνή από τη ζωή του θεού Διονύσου. Τη σύνθεση πλαισιώνει πλοχμός και πλατιά ταινία με παράσταση σκηνής σατυρικού δράματος στη βόρεια πλευρά, και διάφορα πτηνά στις υπόλοιπες τρεις πλευρές. Στα νότια της περίστυλης αυλής, ένας ανοιχτός χώρος αποτελούσε πιθανότατα κήπο (viridarium), ενώ τα κατάλοιπα τοίχων που τον περιβάλλουν υποδηλώνουν την ύπαρξη δεύτερου περιστυλίου.

Ψηφιδωτό δάπεδο με σκηνή από τη ζωή του Διονύσου

Στα βόρεια των δύο παραπάνω περιστυλίων, εκτείνονται οι εγκαταστάσεις του βαλανείου-λουτρού της οικίας, με θερμαινόμενους ή μη χώρους, λουτήρες για ζεστά (caldarium), χλιαρά (tepidarium) και κρύα μπάνια (frigidarium), καθώς και αποδυτήριο (apodyterium). Στο δυτικό και ανατολικό άκρο του συγκροτήματος, σε χαμηλότερο επίπεδο, βρίσκονται ο θάλαμος καύσης (praefurnium) και ο χώρος λεβητοστασίου, απαραίτητοι για τη λειτουργία των θερμών λουτρών, τα οποία διέθεταν επί πλέον υποδαπέδια και εντοίχια θέρμανση, όπως και τα μεγάλα δημόσια λουτρά.

Δυτικά των λουτρών εντοπίζεται ένα αίθριο (atrium), σκεπαστός χώρος, με μεγάλο ορθογώνιο άνοιγμα στην οροφή (combluvium). Στο έδαφος, κάτω από το άνοιγμα, υπήρχε ρηχή δεξαμενή (impluvium), στην οποία συγκεντρώνονταν τα νερά που έπεφταν από τη στέγη. Βόρεια και δυτικά του αιθρίου, που λειτουργούσε και ως φωταγωγός-αεραγωγός της οικίας, εκτείνεται σειρά δωματίων και βοηθητικών χώρων ποικίλων χρήσεων.

Η πτέρυγα, που αναπτύσσεται νότια του αίθριου και δυτικά του κήπου, αποτελούσε την «καρδιά» της οικίας. Ήταν προσβάσιμη όχι μόνο εσωτερικά, αλλά και εξωτερικά, από την κύρια είσοδο στη νότια πλευρά, η οποία δεν έχει εντοπισθεί.

Το λουτρό-βαλανείο της οικίας Μάνιου Αντωνίνου

Μια επιμήκης αίθουσα (alae) στην οποία σώζονται σπαράγματα ψηφιδωτού δαπέδου με γεωμετρικά σχέδια, οδηγεί βόρεια σε υπαίθρια αυλή και ανατολικά σε προθάλαμο και σε μία ευρύχωρη τραπεζαρία-αίθουσα δεξιώσεων. Η ψηφιδωτή σύνθεση στο δάπεδο του προθαλάμου περιλαμβάνει την κτητορική επιγραφή του Μάνιου Αντωνίνου μέσα σε κύκλο: Μάν(ιος ή -ίλιος) Ἀριστοκλίας. Εὐτυχίτω ἡ τύχη τῆς οἰκίας, εὐτυχίτω καὶ ὁ ἀνανεωτής τῆς οἴκο(υ) / Μάν(ιος) Ἀντωνίνος, μετά της Θεοσήγου. Σύμφωνα με την επιγραφή ο Μάνιος Αντωνίνος και η σύζυγος του Θεόσηγος υπήρξαν ανακαινιστές της οικίας. Η επιγραφή, που χρονολογείται στα τέλη 3ου-αρχές 4ου αι. μ.Χ., περιβάλλεται από σχηματοποιημένα φυτικά και γεωμετρικά σχέδια, ενώ στο κέντρο της σχηματίζεται μετάλλιο με τον «κόμβο του Σολομώντα», σύμβολο συμμαχίας, συγγένειας και ένωσης του θείου με το ανθρώπινο.

Τη βορειοδυτική γωνία της υπαίθριας αυλής καταλαμβάνει ένας υπερυψωμένος, προσιτός μέσω αναβαθμών, χώρος, με ψηφιδωτό δάπεδο. Στον χώρο αυτό πιθανώς ασκείτο η λατρεία των εφέστιων θεών, των Λαρήτων. Βορειότερα βρίσκεται το tablinum, το γραφείο του οικοδεσπότη, στο οποίο δεχόταν τους πελάτες του, έκλεινε συμφωνίες και μάθαινε τα νέα της ημέρας. Το δωμάτιο επικοινωνεί στα δυτικά με ένα τρικλίνιο.

Όπως απορρέει από τη χρονολόγηση των ψηφιδωτών της δαπέδων, η κατασκευή της οικίας τοποθετείται στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ., εποχή ακμής για τη Νικόπολη. Αργότερα, στα μέσα του 3ου ή στις αρχές του 4ου αι. μ.Χ., η οικία γνώρισε μία δεύτερη οικοδομική φάση, κατά την οποία, σύμφωνα και με την κτητορική επιγραφή, ανακαινίστηκε με επιδιορθώσεις, προσθήκες, εσωτερικές μετατροπές και επεκτάσεις. Το σύνολο, ωστόσο, των ευρημάτων, κατά κύριο λόγο της κεραμικής, καλύπτει ένα ευρύτερο χρονολογικό πλαίσιο πέντε περίπου αιώνων (1ος – 5ος αι. μ.Χ.).

Η οικία του Μάνιου Αντωνίνου και τμήμα του παλαιοχριστιανικού τείχους

Xάρτης

Ρωμαϊκή Οχύρωση

Ρωμαϊκή Οχύρωση

Η ΒΔ πύλη και τα ταφικά μνημεία της Βόρειας νκερόπολης

Ρωμαϊκή Οχύρωση

Τα τείχη της Νικόπολης εντάσσονται στο οικοδομικό πρόγραμμα της εποχής του Αυγούστου και παρουσιάζουν ομοιόμορφη εικόνα ως προς την τεχνική δόμησης και τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν. Είναι κτισμένα με χυτό λιθόδεμα στον πυρήνα και μεγάλους οπτόπλινθους σε επάλληλες σειρές στις όψεις. Σε όλο το μήκος τους τα τείχη έχουν πάχος 2,50μ., εκτός από τα σημεία όπου δημιουργούνται γωνίες και τις πύλες, των οποίων το πάχος αυξάνεται στα 4,60μ. Έχουν πολυγωνική κάτοψη και περικλείουν έκταση 1400 στρεμμάτων, ενώ η περίμετρός τους υπολογίζεται στα 5000μ.

Η πορεία του τείχους παρακολουθείται με ακρίβεια στο βόρειο και το νότιο σκέλος τους. Από το δυτικό σκέλος διατηρούνται κατάλοιπα στο νότιο τμήμα του, δηλαδή νότια της κεντρικής Δυτικής Πύλης, ενώ στα βόρεια της πύλης δεν εντοπίζονται ίχνη του. Κατά πάσα πιθανότητα το τμήμα αυτό δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, γι’ αυτό, αργότερα, τα διαστήματα ανάμεσα στους πεσσούς του Υδραγωγείου, οι οποίοι έβαιναν παράλληλα με τη νοητή πορεία του τείχους, σφραγίστηκαν με πρόχειρα κατασκευασμένους τοίχους. Την επέμβαση αυτή ανάμεσα στους πεσσούς, επέβαλε προφανώς κάποια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, πιθανότατα μια εχθρική επίθεση, όπως δείχνει και το οικοδομικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε, στο οποίο περιλαμβάνονται σπόλια (αρχιτεκτονικά μέλη από διάφορα οικοδομήματα, θραύσματα αγαλμάτων ακόμη και θραύσματα επιγραφών). Από το ανατολικό σκέλος της ρωμαϊκής οχύρωσης σώζεται μόνο το τμήμα βόρεια της Ανατολικής Πύλης, πάνω στο οποίο κτίστηκε αργότερα το παλαιοχριστιανικό τείχος, ενώ στα νότια της Ανατολικής Πύλης η πορεία του τείχους δεν είναι σαφής.

Στα αυγούστεια τείχη, μολονότι αυτά αποτελούν ένα μεγάλο και πολυδάπανο έργο, δεν εφαρμόστηκαν με συνέπεια οι κανόνες της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, γεγονός που τους προσδίδει διακοσμητικό μάλλον παρά αμυντικό χαρακτήρα. Η αναδιοργάνωση του στρατού από τον Αύγουστο και η ειρήνη που επικράτησε στην απέραντη αυτοκρατορία μετά τη ναυμαχία του Ακτίου, η πολυδιαφημισμένη Pax Romana, εξασφάλιζε την προστασία της Νικόπολης και καθιστούσε περιττή την οχύρωση. Η οικοδόμηση των τειχών αποσκοπούσε στην προβολή της ρωμαϊκής κυριαρχίας και την έμπνευση αισθήματος ασφάλειας και κοινωνικής συνοχής στους κατοίκους της πόλης, οι οποίοι προέρχονταν από τειχισμένα αστικά κέντρα και μικρότερους οικισμούς της ευρύτερης περιοχής.

Σε όλο το μήκος του τείχους έχουν εντοπιστεί μέχρι σήμερα πέντε πύλες, η Βορειοδυτική, η Δυτική, η Νοτιοδυτική, η Νοτιοανατολική η Ανατολική. Εντοπίζονται και δυο πυλίδες, μία στο δυτικό τμήμα του βόρειου σκέλους και μια δεύτερη στο βόρειο τμήμα του ανατολικού σκέλους, ενώ πύλες πρέπει να υπήρχαν και σε άλλα σημεία του, όπως στην κατάληξη του cardo που περνά μπροστά από τη Βασιλική B. Με εξαίρεση τη μνημειακή τριπλή Δυτική Πύλη, οι υπόλοιπες είχαν παρόμοια διαμόρφωση: ένα τοξωτό άνοιγμα πλαισιωμένο με δύο ημικυκλικούς πύργους.

Η Δυτική Πύλη ή «Αραπόπορτα», από την οποία σήμερα διακρίνονται ερείπια, εν μέρει καταχωμένα, αποτελούσε την κύρια και εντυπωσιακότερη είσοδο της πόλης. Εδώ κατέληγε ο δρόμος που ξεκινούσε από το λιμάνι στις ακτές του Ιονίου και από εδώ ξεκινούσε η λεωφόρος (decumanus maximus), η οποία διέσχιζε την πόλη στον εγκάρσιο άξονά της και οδηγούσε τον επισκέπτη στο κέντρο της. Η πύλη, που διέθετε τρία τοξωτά ανοίγματα, ένα κεντρικό για την κίνηση των τροχοφόρων, και δύο πλευρικά για τη διέλευση των πεζών, πλαισιωνόταν από δύο ημικυκλικούς πύργους, ο βόρειος από τους οποίους διατηρείται σε αξιόλογο ύψος. Σύμφωνα με αρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή, πάνω από την πύλη περνούσε ο αγωγός του Υδραγωγείου, η διαδρομή του οποίου συνεχιζόταν προς Ν πάνω σε πεσσούς. Με τη Δυτική Πύλη έχει ταυτισθεί η τριπλή πύλη που απεικονίζεται σε νομισματικές εκδόσεις της εποχής του Αδριανού. Έξω από την πύλη εκτεινόταν η Δυτική Νεκρόπολη.

Η Βορειοδυτική Πύλη αποτελούσε την αφετηρία σημαντικού πλακοστρωμένου δρόμου με κατεύθυνση Β-Ν, ο οποίος διέσχιζε την παρακείμενη Βόρεια Νεκρόπολη και εν συνεχεία το προάστειο, καταλήγοντας κατά πάσα πιθανότητα στο Τρόπαιο της νίκης. Η πύλη, που έχει πλάτος 4,60μ., είναι ενισχυμένη εκατέρωθεν με δύο ημικυκλικούς πύργους. Μικρές, έκκεντρες πυλίδες εξασφάλιζαν την πρόσβαση στο εσωτερικό τους. Δεξιά και αριστερά της πύλης, και σε μήκος ίσο με το άνοιγμά της, σχηματίζονται δύο ισχυρότατοι πεσσοί, τετράγωνης κάτοψης, με ασβεστολιθικές λιθοπλίνθους στη βάση τους, οι οποίες προέρχονται από αρχαιότερα οικοδομήματα της ευρύτερης περιοχής. Έξω από την πύλη εκτείνεται η Βόρεια Νεκρόπολη.

Από την Ανατολική Πύλη διερχόταν ένας ακόμη decumanus, ο οποίος, αφού διέσχιζε την Ανατολική Νεκρόπολη, κατέληγε στις ακτές του Αμβρακικού. Η πύλη στην αρχική της μορφή ήταν ενισχυμένη με δύο ημικυκλικούς πύργους, οι οποίοι, μετά την καταστροφή τους αντικαταστάθηκαν με νέους, ορθογώνιας κάτοψης, κατασκευασμένους από υλικό σε δεύτερη χρήση. Ανακατασκευές πραγματοποιήθηκαν και στο άνοιγμα της πύλης. Η άμεση γειτνίαση της πύλης με τις ακτές του Αμβρακικού και το επίπεδο έδαφος έξω από αυτή την καθιστούσε ιδιαίτερα χρήσιμη, αλλά και ιδιαίτερα ευάλωτη, όπως διαπιστώνεται από την ολοκληρωτική καταστροφή και την ανακατασκευή της.

Από τη Νοτιοανατολική Πύλη, στην οποία κατέληγε ένας από τους cardines (συμπίπτει εν μέρει με τη σύγχρονη Εθνική Οδό Ιωαννίνων-Πρέβεζας), άρχιζε ο δρόμος που οδηγούσε στο κύριο λιμάνι, στη θέση Βαθύ. Η πύλη πλαισιώνεται από δύο ημικυκλικούς πύργους. Ο καλύτερα διατηρημένος ανατολικός πύργος σώζει έκκεντρη τοξωτή πυλίδα που οδηγούσε στο εσωτερικό του. Κτιστή κλίμακα, σε επαφή με τον ανατολικό τοίχο του, εξασφάλιζε την πρόσβαση στο δώμα και τον περίδρομο. Προσκτίσματα, βόρεια του πύργου, ερμηνεύονται ως φυλάκιο και χώροι διαμονής του προσωπικού. Το μεγαλύτερο τμήμα του πύργου είναι κατεστραμμένο. Στο εσωτερικό και των δύο πύργων βρέθηκαν πολλά πήλινα πλακίδια που είχαν χρησιμοποιηθεί στην επίστρωση των δαπέδων τους, σε σχήμα ψαροκόκκαλου (opus spicatum). Οι ανασκαφικές έρευνες στην περιοχή της πύλης αποκάλυψαν τμήμα της Νότιας Νεκρόπολης.

Στη Νοτιοδυτική Πύλη, που διατηρείται αποσπασματικά, αναγνωρίζονται τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά των υπόλοιπων πυλών. Από τον δυτικό πύργο σώζεται τμήμα του δυτικού τοίχου, η αρχή του τόξου, και τρεις βαθμίδες της πλινθόκτιστης κλίμακας στη βορειοδυτική του γωνία. Πυλίδα οδηγούσε στο εσωτερικό του. Αργότερα ο πύργος ανακατασκευάστηκε και απέκτησε ορθογώνια κάτοψη, από οικοδομικό υλικό σε δεύτερη χρήση. Επισκευές και μετατροπές διαπιστώθηκαν και στον ανατολικό πύργο. Εσωτερικά και παράλληλα του τείχους, στην περιοχή της πύλης, διακρίνονται πεσσοί του Υδραγωγείου.

Τα τείχη της Νικόπολης εντάσσονται στο οικοδομικό πρόγραμμα της εποχής του Αυγούστου και παρουσιάζουν ομοιόμορφη εικόνα ως προς την τεχνική δόμησης και τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν.

Η ΝΑ πύλη με τα παρακείμενα ταφικά μνημεία

Xάρτης

ΑΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

ΑΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

ΑΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΝΙΚΟΠΟΛΗΣ

Στην πολεοδομική οργάνωση της Νικόπολης οι Ρωμαίοι γεωμέτρες (agrimensores ή gromatici) εφήρμοσαν τη δική τους παράδοση διαίρεσης του χώρου σε ορθογώνιες νησίδες (insulae), η οποία είχε δεχτεί επιδράσεις από τις ελληνικές αποικίες της Κάτω Ιταλίας. Πριν από την ίδρυση ενός στρατοπέδου ή μιας πόλης, οι γεωμέτρες με τη χρήση τοπογραφικού οργάνου, της groma, χάραζαν δύο κεντρικούς κάθετους δρόμους, τον cardo maximus με κατεύθυνση Β-Ν και τον decumanus maximus με κατεύθυνση Α-Δ, οι οποίοι διαιρούσαν τον χώρο σε τέσσερα περίπου ισομεγέθη τμήματα (centuriae). Μικρότερου πλάτους δρόμοι (cardines-decumani), παράλληλοι των κεντρικών, οριοθετούσαν τα οικοδομικά τετράγωνα. Στη συμβολή των δύο κεντρικών δρόμων αναπτύσσονταν, συνήθως, τα οικοδομήματα της πολιτικής Αγοράς (Forum).

Σχέδιο της πόλης με τους εντοπισμένους δρόμους

Η ανασκαφική έρευνα στη Νικόπολη έφερε στο φως την αρχή του decumanus maximus στη Δυτική Πύλη και σημαντικό τμήμα του ανάμεσα στην Οικία του εκδίκου Γεωργίου και το νότιο σκέλος του παλαιοχριστιανικού τείχους, στο ύψος της λεγόμενης Ωραίας Πύλης. Η προέκτασή του προς τα δυτικά, έξω από τα τείχη, οδηγούσε στο λιμάνι, τον Κόμαρο. Ανατολικά, δεν είναι βέβαιο εάν κατέληγε σε πύλη, διότι πριν πλησιάσει στο τείχος συναντούσε διαγωνίως τον δρόμο που περνούσε από την Νοτιοανατολική Πύλη και κατέληγε στο μεγάλο λιμάνι, στο Βαθύ. Ο δρόμος ήταν πλακόστρωτος με ορθογώνιες, ασβεστολιθικές μεγάλες πλάκες και είχε πεζοδρόμια με ρείθρο λαξευμένο στις πλάκες τους. Το πλάτος του δρόμου μαζί με τα πεζοδρόμια είναι 14,80μ., ενώ το μήκος του, από τη δυτική πύλη έως το ανατολικό σκέλος του τείχους, υπολογίζεται στα 1500μ. Ο πρώτος παράλληλος προς βορρά, μικρότερου πλάτους, πλακόστρωτος με πεζοδρόμιο δρόμος (decumanus), κατέληγε στην Ανατολική Πύλη.

Τμήμα του κεντρικού cardo (cardo maximus), ο οποίος έχει πλάτος 14,80μ., αποκαλύφθηκε 200μ. βόρεια του Ωδείου. Οι ανασκαφές εντόπισαν τον υπόνομο του δρόμου και ένα φρεάτιο καθαρισμού, κτισμένο με οπτόπλινθους.

Cardines οριοθετούσαν ανατολικά και δυτικά δύο οικίες, την Οικία του Μάνιου Αντωνίνου και την Οικία του εκδίκου Γεωργίου, προσδιορίζοντας το πλάτος της οικοδομικής νησίδας στα 56,30μ. Στην Οικία του Μάνιου Αντωνίνου ο ανατολικός δρόμος έχει πλάτος 7,40μ. και είναι κατασκευασμένος από μεγάλες ασβεστολιθικές πλάκες, πολλές από τις οποίες είχαν αφαιρεθεί και χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή κιβωτιόσχημων τάφων. Έρευνα κάτω από το οδόστρωμα αποκάλυψε μεγάλο τοξωτό υπόνομο (cloaca), στον οποίο κατέληγαν αποχετευτικοί αγωγοί από την οικία. Ο υπόνομος είναι κτισμένος από ανισομεγέθεις λίθους και διέθετε φρεάτια επίσκεψης για τον καθαρισμό και έλεγχο της αποχέτευσης. Ο δρόμος που διέρχεται ανάμεσα στην ανατολική πλευρά της Οικίας του εκδίκου Γεωργίου και της Βασιλικής Α, έχει πλάτος 7,40μ. όπως και ο δρόμος δυτικά της οικίας. Στον υπόνομο του δρόμου κατέληγαν οι αγωγοί αποχέτευσης της οικίας και τα νερά που έτρεχαν από το νυμφαίο στη δυτική πλευρά του δρόμου.

Η πόλη διέθετε έντεκα τουλάχιστον cardines ανατολικά του κεντρικού cardo και έξι στα δυτικά του. Κάθετα στους προηγούμενους υπολογίζονται έξι decumani, τοποθετημένοι συμμετρικά, βόρεια και νότια του κεντρικού decumanus. Φαίνεται έτσι πιθανή η διαίρεση της πόλης σε ορθογώνιες οικοδομικές νησίδες διαστάσεων 56×165μ., ωστόσο, με αποκλίσεις στην πράξη.

Οι έρευνες έδειξαν πως η χάραξη της κτηματογράφησης της υπαίθρου και η χάραξη του ιστού του άστεως εντάσσονται στο ίδιο σχέδιο, διότι η απόκλιση της κατεύθυνσης Β-Ν του άξονα χάραξης της κτηματογράφησης συμπίπτει με αυτή του πολεοδομικού ιστού.

Τμήμα του Decumanus Maximus κοντά στην «Ωραία Πύλη»

Στην πολεοδομική οργάνωση της Νικόπολης οι Ρωμαίοι γεωμέτρες εφήρμοσαν τη δική τους παράδοση διαίρεσης του χώρου σε ορθογώνιες νησίδες. Χάραζαν δύο κεντρικούς κάθετους δρόμους, τον cardo maximus με κατεύθυνση Β-Ν και τον decumanus maximus με κατεύθυνση Α-Δ, οι οποίοι διαιρούσαν τον χώρο σε τέσσερα περίπου ισομεγέθη τμήματα (centuriae).

Εικονική κάτοψη της ρωμαϊκής Νικόπολης και του Ιερού Άλσους
Font Resize