Η ανασκαφική έρευνα στη Νικόπολη έφερε στο φως την αρχή του decumanus maximus στη Δυτική Πύλη και σημαντικό τμήμα του ανάμεσα στην Οικία του εκδίκου Γεωργίου και το νότιο σκέλος του παλαιοχριστιανικού τείχους, στο ύψος της λεγόμενης Ωραίας Πύλης. Η προέκτασή του προς τα δυτικά, έξω από τα τείχη, οδηγούσε στο λιμάνι, τον Κόμαρο. Ανατολικά, δεν είναι βέβαιο εάν κατέληγε σε πύλη, διότι πριν πλησιάσει στο τείχος συναντούσε διαγωνίως τον δρόμο που περνούσε από την Νοτιοανατολική Πύλη και κατέληγε στο μεγάλο λιμάνι, στο Βαθύ. Ο δρόμος ήταν πλακόστρωτος με ορθογώνιες, ασβεστολιθικές μεγάλες πλάκες και είχε πεζοδρόμια με ρείθρο λαξευμένο στις πλάκες τους. Το πλάτος του δρόμου μαζί με τα πεζοδρόμια είναι 14,80μ., ενώ το μήκος του, από τη δυτική πύλη έως το ανατολικό σκέλος του τείχους, υπολογίζεται στα 1500μ. Ο πρώτος παράλληλος προς βορρά, μικρότερου πλάτους, πλακόστρωτος με πεζοδρόμιο δρόμος (decumanus), κατέληγε στην Ανατολική Πύλη.
Τμήμα του κεντρικού cardo (cardo maximus), ο οποίος έχει πλάτος 14,80μ., αποκαλύφθηκε 200μ. βόρεια του Ωδείου. Οι ανασκαφές εντόπισαν τον υπόνομο του δρόμου και ένα φρεάτιο καθαρισμού, κτισμένο με οπτόπλινθους.
Cardines οριοθετούσαν ανατολικά και δυτικά δύο οικίες, την Οικία του Μάνιου Αντωνίνου και την Οικία του εκδίκου Γεωργίου, προσδιορίζοντας το πλάτος της οικοδομικής νησίδας στα 56,30μ. Στην Οικία του Μάνιου Αντωνίνου ο ανατολικός δρόμος έχει πλάτος 7,40μ. και είναι κατασκευασμένος από μεγάλες ασβεστολιθικές πλάκες, πολλές από τις οποίες είχαν αφαιρεθεί και χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή κιβωτιόσχημων τάφων. Έρευνα κάτω από το οδόστρωμα αποκάλυψε μεγάλο τοξωτό υπόνομο (cloaca), στον οποίο κατέληγαν αποχετευτικοί αγωγοί από την οικία. Ο υπόνομος είναι κτισμένος από ανισομεγέθεις λίθους και διέθετε φρεάτια επίσκεψης για τον καθαρισμό και έλεγχο της αποχέτευσης. Ο δρόμος που διέρχεται ανάμεσα στην ανατολική πλευρά της Οικίας του εκδίκου Γεωργίου και της Βασιλικής Α, έχει πλάτος 7,40μ. όπως και ο δρόμος δυτικά της οικίας. Στον υπόνομο του δρόμου κατέληγαν οι αγωγοί αποχέτευσης της οικίας και τα νερά που έτρεχαν από το νυμφαίο στη δυτική πλευρά του δρόμου.
Η πόλη διέθετε έντεκα τουλάχιστον cardines ανατολικά του κεντρικού cardo και έξι στα δυτικά του. Κάθετα στους προηγούμενους υπολογίζονται έξι decumani, τοποθετημένοι συμμετρικά, βόρεια και νότια του κεντρικού decumanus. Φαίνεται έτσι πιθανή η διαίρεση της πόλης σε ορθογώνιες οικοδομικές νησίδες διαστάσεων 56×165μ., ωστόσο, με αποκλίσεις στην πράξη.
Οι έρευνες έδειξαν πως η χάραξη της κτηματογράφησης της υπαίθρου και η χάραξη του ιστού του άστεως εντάσσονται στο ίδιο σχέδιο, διότι η απόκλιση της κατεύθυνσης Β-Ν του άξονα χάραξης της κτηματογράφησης συμπίπτει με αυτή του πολεοδομικού ιστού.