ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ

Το Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Νικόπολης

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΝΙΚΟΠΟΛΗΣ

Η κατασκευή του κτηρίου του Νέου Μουσείου της Νικόπολης ολοκληρώθηκε το 2006. Το καλοκαίρι του 2009, στο πλαίσιο του έργου «Εξοπλισμός-Έκθεση Νέου Μουσείου Νικόπολης», που χρηματοδοτήθηκε από το ΠΕΠ Ηπείρου του Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, ολοκληρώθηκε η έκθεση των αρχαιοτήτων στο νέο Μουσείο.

Το Μουσείο είναι αφιερωμένο αποκλειστικά στην πόλη που ιδρύθηκε σε ανάμνηση της νίκης του Οκταβιανού Αυγούστου στη ναυμαχία του Ακτίου, το 31 π.Χ., γεγονός που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της κεντρικής ιδέας της μόνιμης έκθεσής του με τίτλο Μία Ναυμαχία – Μία Πόλη – Μία Αυτοκρατορία. Η νίκη του Οκταβιανού στο Άκτιο υπήρξε όχι μόνο το έναυσμα για την ίδρυση της Νικόπολης, αλλά επηρέασε καθοριστικά τη μορφή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την πορεία της ιστορίας.

Στο Μουσείο παρουσιάζεται η ιδιαίτερα σημαντική θέση της Νικόπολης στο πλαίσιο της Ρωμαϊκής και Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αλλά και ο ρόλος της ανάμεσα σε δύο πρωτεύουσες, τη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη. Προβάλλεται αφενός η μεγαλοπρεπής ρωμαϊκή Νικόπολη, η πόλη-σύμβολο μιας μεγαλειώδους νίκης, που ιδρύθηκε για να επιδείξει την ισχύ του Οκταβιανού Αυγούστου, του πρώτου Ρωμαίου Αυτοκράτορα, μια ρωμαϊκή πόλη κατοικημένη από Έλληνες που σύντομα αναπτύσσεται σε ένα επιβλητικό κέντρο στο πλαίσιο της Pax Romana. Παρουσιάζεται αφετέρου η παλαιοχριστιανική πόλη, η οποία μετά την κατάρρευση των δυτικών συνόρων, τη μεταφορά της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας από τη Δύση στην Ανατολή και την επικράτηση του Χριστιανισμού, ανασυντάσσεται και ανακτά το μεγαλοπρεπή χαρακτήρα της, αποτελώντας καίριο θρησκευτικό και διοικητικό κέντρο, για να εγκαταλειφθεί τελικά τον 10ο-11ο αιώνα μ.Χ.

Η πορεία του επισκέπτη ακολουθεί τον Διάδρομο Α όπου ένα χρονολόγιο ενημερώνει τον επισκέπτη για τα κυριότερα γεγονότα που προηγήθηκαν της ίδρυσης της πόλης. Στην πρώτη αίθουσα με τίτλο Η γένεση και η πορεία της πόλης παρουσιάζεται η ναυμαχία και στη συνέχεια η εξέλιξη της πόλης έως τη σταδιακή παρακμή και εγκατάλειψή της. Στη δεύτερη αίθουσα με τίτλο Η ζωή στην πόλη παρουσιάζονται οι παράγοντες που συνετέλεσαν στη δημιουργία ενός ισχυρού οικονομικού και εμπορικού κέντρου, ενώ προβάλλονται και διάφορες πτυχές του ιδιωτικού βίου των Νικοπολιτών. Τρεις διαδοχικοί διάδρομοι φιλοξενούν εποπτικό υλικό για τη σχέση της πόλης με άλλα κέντρα του ρωμαϊκού κόσμου, για την τύχη της πόλης μετά την εγκατάλειψή της αλλά και την «ανακάλυψή» της από τους σύγχρονους περιηγητές, και την ανασκαφική έρευνα, τη συντήρηση και ανάδειξη των μνημείων της Νικόπολης από τις αρχές του 20ού αιώνα έως σήμερα.

Το Νέο Μουσείο

Xάρτης

Βασιλική Δ

Βασιλική Δ

Αεροφωτογραφία της Βασιλικής Δ

Βασιλική Δ

Πάνω στον χαμηλό λόφο Καραούλι, με θέα στον Αμβρακικό, έξω από τα τείχη της παλαιοχριστιανικής Νικόπολης αλλά μέσα και κοντά στα ρωμαϊκά τείχη και τη Νοτιοανατολική τους Πύλη, βρίσκεται η Βασιλική Δ. Εντοπίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 κατά τις εκσκαφές του ΟΤΕ για την εγκατάσταση κεραίας ασυρμάτου. Η θέση της έξω από τη χριστιανική πόλη και οι ταφές που βρέθηκαν στο εσωτερικό της οδηγούν στο συμπέρασμα πως ο ναός θα πρέπει να σχετίζεται με ένα από τα χριστιανικά κοιμητήρια.

Η Βασιλική Δ είναι τρίκλιτη, ξυλόστεγη, με τριμερές προεξέχον εγκάρσιο κλίτος, νάρθηκα με προσκτίσματα και αίθριο. Η προέκταση του βόρειου και του δυτικού τοίχου του αιθρίου πέρα από τη βορειοδυτική γωνία του μαρτυρεί την ύπαρξη στοάς, η οποία εξασφάλιζε προφανώς την κύρια πρόσβαση στο ναό από τον δρόμο.

Δύο θύρες οδηγούν στον νάρθηκα, που σώζει μικρό τμήμα από το ψηφιδωτό δάπεδό του. Στο κέντρο του δαπέδου, ανάμεσα σε γεωμετρικά σχέδια, εικονίζεται στεφάνι με πολύχρωμα άνθη και καρπούς, τα οποία συγκρατεί ελισσόμενη ταινία. Πρόκειται για συχνότατο στη γλυπτική διακοσμητικό θέμα, σπάνιο όμως στη διακόσμηση ψηφιδωτών δαπέδων, στοιχείο ενδεικτικό της υψηλής και πρωτότυπης καλλιτεχνικής ποιότητας του εργαστηρίου της Νικόπολης.

Ο Νάρθηκας της Βασιλικής Δ

Στενό άνοιγμα στον νότιο τοίχο του νάρθηκα οδηγεί σε μικρό διαμέρισμα, πιθανότατα το διακονικό, με αψίδα στη νότια πλευρά και ψηφιδωτό δάπεδο. Τρεις θύρες στον ανατολικό τοίχο του νάρθηκα, με ευρύτερη την κεντρική, τη βασίλειο πύλη, η οποία διέθετε αρχικά πολυτελές μαρμάρινο περιθύρωμα, οδηγούσαν στον κυρίως ναό. Δύο σειρές έξι κιόνων ιωνικού ρυθμού, οι οποίες διαμόρφωναν τα τρία κλίτη του, συνεχίζουν στο εγκάρσιο κλίτος. Το δάπεδο του κεντρικού κλίτους έφερε πολυτελές μαρμαροθέτημα (opus sectile), ενώ στα δυο πλάγια κλίτη διατηρείται, σε αξιόλογο ποσοστό, το μαρμαροθέτημα με πολύχρωμα ακανόνιστα πλακίδια (opus segmentatum).

Το ελαφρώς υπερυψωμένο δάπεδο του ιερού βήματος ήταν διακοσμημένο με μαρμαροθέτημα ανάλογο με εκείνο του κεντρικού κλίτους. Από την αγία τράπεζα διατηρείται μόνο η βάση της. Εκατέρωθεν της τράπεζας βρίσκονται τα κτιστά συμψέλλια, και ανατολικότερα, στην αψίδα, το ημικυκλικό βαθμιδωτό βάθρο όπου τοποθετούνταν ο θρόνος του επισκόπου.

Τα δύο πτερύγια του εγκάρσιου κλίτους επικοινωνούν με το ιερό βήμα και τα πλάγια κλίτη με δίβηλο. Στο βόρειο διαμέρισμα, κάτω από τις πλάκες, βρέθηκε μαρμάρινη σαρκοφάγος και κτιστός κιβωτιόσχημος τάφος, ο οποίος περιείχε τα οστά τουλάχιστον έξι νεκρών. Μέσα στην εξαιρετικής καλλιτεχνικής ποιότητας σαρκοφάγο, προϊόν εργαστηρίου γλυπτικής της Κωνσταντινούπολης, βρέθηκαν διαλυμένα τα οστά του νεκρού χωρίς το κρανίο. Η προνομιακή θέση της ταφής δίπλα στο ιερό βήμα, μέσα στην πολυτελή σαρκοφάγο, επιτρέπει το συμπέρασμα ότι πρόκειται για μάρτυρα, στον οποίο θα ήταν αφιερωμένος ο ναός. Την παραπάνω υπόθεση ενισχύει η ύπαρξη του παρακείμενου τάφου, ο οποίος ερμηνεύεται ως ταφή ad sanctum, ταφή δίπλα σε μάρτυρα, η οποία εξασφάλιζε τη σωτηρία της ψυχής.

Η μαρμάρινη σαρκοφάγος του βόρειου παραβήματος

Αντίστοιχο μικρό διαμέρισμα περιφραγμένο με θωράκια υπάρχει και στο νοτιοδυτικό τμήμα του νότιου διαμερίσματος, το «πρόχειρον παστοφόριον» κατά τον Ορλάνδο. Η έρευνα κάτω από το δάπεδο αποκάλυψε την ύπαρξη δύο κιβωτιόσχημων τάφων με δεκαοκτώ νεκρούς. Η αποκάλυψη αυτή ενισχύει την άποψη ότι αντίστοιχα διαμερίσματα παλαιοχριστιανικών βασιλικών προορίζονταν και για την ταφή αξιωματούχων του κλήρου και προβεβλημένων πολιτών. Η ερμηνεία της βασιλικής ως κοιμητηριακής ενισχύεται και από το ενεπίγραφο θραύσμα επιτάφιας στήλης χριστιανικών χρόνων που βρέθηκε στην περιοχή της αψίδας από τους πρώτους ανασκαφείς.

Αξιόλογο είναι το σύνολο των γλυπτών της βασιλικής ορισμένα από τα οποία ήταν εισηγμένα, ειδική παραγγελία για τη βασιλική.

Η ανέγερση της Βασιλικής Δ τοποθετείται στο πρώτο μισό του 6ου αι., χρονολόγηση που στηρίζεται κυρίως στον τύπο των αρχιτεκτονικών γλυπτών και στα ψηφιδωτά δάπεδα του νάρθηκα και του διακονικού.

Η θέση της Βασιλικής Δ έξω από τη χριστιανική πόλη και οι ταφές που βρέθηκαν στο εσωτερικό της, οδηγούν στο συμπέρασμα πως ο ναός θα πρέπει να σχετίζεται με ένα από τα χριστιανικά κοιμητήρια.

Οι κιβωτιόσχημοι τάφοι στο νότιο παράβημα

Xάρτης

Βασιλική Β (του Αλκίσωνος)

Βασιλική Β (του Αλκίσωνος)

Αεροφωτογραφία της Βασιλικής Β

Βασιλική Β (του Αλκίσωνος)

Η Βασιλική Β, γνωστή και ως βασιλική του επισκόπου Αλκίσωνος, βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της παλαιοχριστιανικής Νικόπολης, πενήντα περίπου μέτρα ανατολικά από το δυτικό σκέλος των τειχών της. Εντάσσεται σε ένα ευρύτερο εκκλησιαστικό συγκρότημα συνολικής έκτασης 5.900 τ.μ. περίπου, το οποίο περιλαμβάνει την επιβλητική βασιλική, το μερικώς ανασκαμμένο βαπτιστήριο και διάφορα άλλα προσκτίσµατα. Λόγω του μεγάλου μεγέθους της αλλά και της πολυτελούς κατασκευής της θεωρείται ο καθεδρικός ναός της Νικόπολης και η έδρα του μητροπολίτη. Η εκκλησία ανήκει στον τύπο της πεντάκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με τριμερές εγκάρσιο κλίτος, το οποίο δεν εξέχει των πλαγίων πλευρών. Άγνωστο παραμένει σε ποιον άγιο ήταν αφιερωμένος ο ναός.

Δυτικά του ναού διέρχεται κεντρικός δρόμος της ρωμαϊκής πόλης με κατεύθυνση Β-Ν (cardo). Κατά μήκος της δυτικής πλευράς του ναού και των προσκτισμάτων του, ο δρόμος ήταν στεγασμένος εν είδει στοάς η οποία είχε δύο μνημειακές κύριες εισόδους, νότια και βόρεια, που έφεραν τριπλά ανοίγματα (τρίβηλα). Κάτω από το δάπεδο διέρχεται μεγάλος κτιστός αγωγός, που ανήκει στο σύστημα αποχέτευσης της ρωμαϊκής περιόδου.

Οι στοές του αιθρίου έφεραν ψηφιδωτά δάπεδα, διακοσμημένα με μεγάλους σηρικούς τροχούς, μέσα στους οποίους εγγράφονται γεωμετρικά κυρίως θέματα. Στο ανατολικό τμήμα του αιθρίου, και σε επαφή με τον τοίχο του νάρθηκα, υπάρχουν κατάλοιπα μιας ορθογώνιας κτιστής δεξαμενής, το νερό της οποίας έπεφτε σε σειρά μαρμάρινων λεκανών.

Ανατολικά του αιθρίου βρίσκεται ο νάρθηκας, το δάπεδο του οποίου έφερε ψηφιδωτό διάκοσμο με γεωμετρικά σχέδια. Την κεντρική, βασίλειο πύλη, που έφερε μαρμάρινο περιθύρωμα με κοιλόκυρτα κυμάτια, την αναστήλωσε ο Αναστάσιος Ορλάνδος το 1964. Τέσσερις κιονοστοιχίες, από δώδεκα μονολιθικούς κίονες η καθεμιά, διαμόρφωναν τα πέντε ανισοπλατή κλίτη του κυρίως ναού.

Κεντρική θέση στο ιερό κατέχει η αγία τράπεζα, την οποία επιστέγαζε μαρμάρινο κιβώριο, στηριγμένο σε τέσσερις κίονες. Στην αψίδα του ιερού βρίσκεται χτιστό πόδιο με πέντε ημικυκλικές σειρές βαθμίδων, πάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένος ο θρόνος του επισκόπου. Σε χαμηλότερα δίβαθμα έδρανα, τα συμψέλλια, εκατέρωθεν του ποδίου κάθονταν οι ιερείς. Πίσω από το πόδιο διαμορφώνεται το κύκλιον. Ανασκαφική έρευνα εξωτερικά της αψίδας εντόπισε τη συνέχεια του ρωμαϊκού οικοδομήματος και τμήμα ψηφιδωτού δαπέδου με απεικόνιση βουκολικής σκηνής, εξαιρετικής καλλιτεχνικής ποιότητας.

Στο μέσο περίπου της νότιας πλευράς του κεντρικού κλίτους διατηρούνται κατάλοιπα του άμβωνα με κυλινδρικό μαρμάρινο βάθρο από πεντελικό μάρμαρο, που φέρει περιμετρικά ανάγλυφη παράσταση Αμαζονομαχίας και στήριζε παλαιότερα χάλκινο κολοσσιαίο ανδριάντα του 2ου αι. μ.Χ. Κατά την ενσωμάτωση του βάθρου στην κατασκευή του άμβωνα, τμήμα της παράστασης απολαξεύτηκε και αντικαταστάθηκε με ψηφιδωτό διάκοσμο, από τον οποίο διατηρούνται δυο προτομές μορφών μέσα σε στρογγυλά εγκόλπια.

Το βάθρο του άμβωνος: το ψηφιδωτό που κάλυψε το αρχαίο ανάγλυφο

Σε μικρή απόσταση βόρεια του ναού βρίσκεται επίμηκες οικοδόμημα που ταυτίζεται με το Βαπτιστήριο. Τα προσκτίσματα στη νοτιοδυτική πλευρά του ναού διαμορφώνονται περιμετρικά μικρού πλακόστρωτου αιθρίου, μέσα στο οποίο υπάρχουν δυο πηγάδια. Σε ένα από αυτά χρησιμοποιήθηκε ως προστομιαίο ένας κυλινδρικός βωμός, αφού λαξεύτηκε ο πυρήνας του. Ο βωμός ήταν αφιερωμένος στον Ασκληπιό, σύμφωνα με την επιγραφή ΑCΚΛΗΠΙΟΥ που διατηρείται στην επιφάνειά του. Τα προσκτίσματα έχουν ορθογώνια ή αψιδωτή κάτοψη και δάπεδα στρωμένα με μαρμαροθετήματα ή ψηφιδωτά, ενώ η αποκάλυψη δύο κλιμάκων πιστοποιεί την ύπαρξη ορόφου. Το δάπεδο άγνωστης χρήσης χώρου ήταν διακοσμημένο με θαυμάσιο ψηφιδωτό, παρόμοιο με εκείνο του νάρθηκα της βασιλικής. Αποσπασματικά σωζόμενη επιγραφή, ανέφερε τον κτήτορα επίσκοπο Αλκίσωνα, τον γνωστό επίσκοπο της Νικόπολης, που έζησε στους χρόνους του αυτοκράτορα Αναστασίου (491-518μ.Χ.) και στον οποίο αποδίδεται η ανέγερση των νοτιοδυτικών προσκτισμάτων.

Η ανέγερση της Βασιλικής Β τοποθετείται στα μέσα ή στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα. Σε γενικές γραμμές διακρίνονται τρεις οικοδομικές φάσεις παρεμβάσεων μετά την ανέγερση του ναού. Η πρώτη συνδέεται με τον επίσκοπο Αλκίσωνα, στα τέλη 5ου-αρχές 6ου αι., και πάντως πριν από το 516, έτος θανάτου του. Η δεύτερη φάση τοποθετείται στα μέσα του 6ου αι. και συνδέεται με τον επίσκοπο Δομέτιο (πιθανόν τον Δομέτιο Β). Η τρίτη φάση χρονολογείται στα τέλη του 6ου με αρχές του 7ου αι. και αφορά επεμβάσεις στο αίθριο, στα προσκτίσματα και τη στοά δυτικά της βασιλικής.

Ο βωμός του Ασκληπιού

Η Βασιλική Β, γνωστή και ως του Αλκίσωνος, θεωρείται λόγω του μεγάλου μεγέθους της αλλά και της πολυτελούς κατασκευής της ο καθεδρικός ναός της Νικόπολης και η έδρα του μητροπολίτη.

Μαρμάρινο φάτνωμα με ρόδακα

Xάρτης

Βασιλική Α (του Δομετίου)

Βασιλική Α (του Δομετίου)

Αεροφωτογραφία της Βασιλικής Α

Βασιλική Α (του Δομετίου)

Η Βασιλική Α βρίσκεται στο νότιο τμήμα της παλαιοχριστιανικής Νικόπολης, νοτιοανατολικά της διασταύρωσης δύο σημαντικών οδικών αξόνων: της κεντρικής λεωφόρου με κατεύθυνση Α-Δ (decumanus maximus) και ενός καθέτου προς αυτή δρόμου (cardo), ο οποίος κατέληγε στη νότια πύλη του παλαιοχριστιανικού τείχους, γνωστή ως «Ωραία πύλη». Είναι γνωστή και ως βασιλική Επισκόπου Δομετίου, από το όνομα των δυο ομώνυμων επισκόπων οι οποίοι, σύμφωνα με έμμετρες επιγραφές στα ψηφιδωτά δάπεδά της, υπήρξαν αντίστοιχα κτήτορας και αναθέτης μέρους της ψηφοθέτησής της. Το λατινογενές όνομα των επισκόπων, Δομέτιος, λόγω του δακτυλικού εξάμετρου αναφέρεται στις επιγραφές ως Δουμέτιος. Ο ναός, όπως μαρτυρεί επιγραφή στο ψηφιδωτό δάπεδο της δυτικής στοάς του αιθρίου, ήταν αφιερωμένος στον άγιο Δημήτριο.

Ο ναός ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με εγκάρσιο κλίτος, αίθριο και προσκτίσματα. Στο κέντρο της δυτικής πλευράς ανοίγεται η κύρια είσοδος με μνημειακό πρόπυλο που είχε πιθανώς αετωματική επίστεψη. Η κύρια είσοδος οδηγούσε στο αίθριο (atrium, ύπαιθρον), είδος προθαλάμου για τη συγκέντρωση των πιστών. Αποτελείται από έναν κεντρικό υπαίθριο πλακόστρωτο χώρο και τρεις περιμετρικές στοές, διακοσμημένες με ψηφιδωτά δάπεδα. Στην πεντάστιχη κτητορική επιγραφή του δαπέδου της δυτικής στοάς αναφέρονται οι δύο ομώνυμοι επίσκοποι αλλά και ο άγιος Δημήτριος.

Η πεντάστιχη κτητορική επιγραφή σε ψηφιδωτό

Δύο θύρες οδηγούν από τη νότια και βόρεια στοά σε νάρθηκα με ψηφιδωτό δάπεδο, από τα ωραιότερα της Νικόπολης, στο οποίο εικονίζεται εντυπωσιακή ποικιλία φυτών και ζώων μέσα σε 88 συμπλεκόμενους κύκλους. Ο νάρθηκας επικοινωνεί με προσκτίσματα, εκ των οποίων το νότιο αψιδωτής κάτοψης ερμηνεύεται ως διακονικό, χώρο κατάθεσης των προσφορών από τους πιστούς, με εξαιρετικής τέχνης ψηφιδωτό δάπεδο.

Ο κυρίως ναός διαιρείται σε τρία κλίτη, με δυο κιονοστοιχίες. Δεύτερη κιονοστοιχία πάνω από την πρώτη στήριζε τα υπερώα της βασιλικής. Λίθινα θωράκια κατά μήκος της εξωτερικής πλευράς του στυλοβάτη απομόνωναν το κεντρικό, πλατύτερο και ελαφρά υπερυψωμένο κλίτος με το ψηφιδωτό δάπεδο. Τα πλάγια κλίτη ήταν στρωμένα με πολύχρωμα μαρμαροθετήματα.

Ενιαία δίρριχτη στέγη κάλυπτε το κεντρικό κλίτος και το ιερό, ενώ στα πλευρικά κλίτη, σε χαμηλότερο επίπεδο, υπήρχαν ανεξάρτητες μονόρριχτες στέγες. Βορείως και νοτίως του ιερού αναπτύσσονται τα παραβήματα, που εξυπηρετούσαν πιθανότατα λειτουργικές ανάγκες, όπως τη φύλαξη ιερών σκευών.

Εκτός από τα εξαιρετικής τέχνης ψηφιδωτά δάπεδα του ναού, από τα πιο γνωστά και πλέον σημαντικά του ελλαδικού χώρου, πλούσιος είναι και ο γλυπτός του διάκοσμος,  όπως τα αμφίγλυφα θωράκια, διακοσμημένα με το χριστόγραμμα και με το μοναδικό για τη Νικόπολη θέμα των αμνών εκατέρωθεν σταυρού.

Όπως οι αρχαίοι ελληνικοί ναοί και τα ιερά, έτσι και οι χριστιανικές βασιλικές διέθεταν περιβόλους, το έρκος κατά τον Ευσέβιο Καισαρείας (4ος αι.) και περιβόλαιον κατά τον Μάρκο Διάκονο (5ος αι.).

Η ανέγερση της βασιλικής από τον πρώτο Δομέτιο τοποθετείται περί τα μέσα του 6ου αι., ενώ η αποπεράτωση της ψηφοθέτησης του ναού από τον συνώνυμο διάδοχό του, στα 550-575 μ.Χ.

Το ψηφιδωτό δάπεδο του νότιου παστοφορίου

Η ανέγερση της βασιλικής από τον πρώτο Δομέτιο τοποθετείται περί τα μέσα του 6ου αι., ενώ η αποπεράτωση της ψηφοθέτησης του ναού από τον συνώνυμο διάδοχό του, στα 550-575 μ.Χ.

Αναπαράσταση της Βασιλικής Α

Virtual Tour

Xάρτης

ΒΑΣΙΛΙΚΕΣ

ΒΑΣΙΛΙΚΕΣ

Αναπαράσταση της Βασιλικής Α

ΒΑΣΙΛΙΚΕΣ

Μέχρι σήμερα, έξι παλαιοχριστιανικές βασιλικές έχουν εντοπιστεί στη Νικόπολη. Βρίσκονται όλες εντός των τειχών (intra muros), με εξαίρεση την κοιμητηριακή Βασιλική Δ, που βρισκόταν κοντά στην ΝΑ πύλη του ρωμαϊκού τείχους και την Βασιλική Ε, που βρισκόταν κοντά στον κόλπο Βαθύ. Ωστόσο, δεδομένου ότι ένα μεγάλο τμήμα της πόλης δεν έχει ακόμη ερευνηθεί ανασκαφικά, πιθανότατα υπήρχαν και άλλες εκκλησίες. Η υπόθεση αυτή στηρίζεται και από το γεγονός ότι η Νικόπολη ήταν η έδρα του επαρχιακού κυβερνήτη της Παλαιάς Ηπείρου καθώς και του αρχιεπισκόπου της ίδιας επαρχίας, που προΐστατο όλων των τοπικών επισκόπων.

Αεροφωτογραφία των τειχών. Διακρίνονται οι Βασιλικές Α και Β

Χάρτης

ΟΧΥΡΩΣΗ

ΟΧΥΡΩΣΗ

Αεροφωτογραφία των τειχών

ΟΧΥΡΩΣΗ

Τα παλαιοχριστιανικά τείχη της Νικόπολης, ένα από τα πλέον σημαντικά σύνολα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής της νοτίου Βαλκανικής, εντυπωσιάζουν με την έκταση και το ύψος διατήρησής τους, που φτάνει έως τα δώδεκα μέτρα. Ανοικοδομήθηκαν ενσωματώνοντας τμήμα των ρωμαϊκών τειχών και λαμβάνοντας υπόψη τον ρωμαϊκό πολεοδομικό ιστό. Τα τείχη, με περίμετρο περίπου 2.072μ., έχουν τραπεζιόσχημη κάτοψη και είναι ενισχυμένα με πύργους. Το νότιο σκέλος ανεγέρθηκε κατά μήκος της νότιας πλευράς του κεντρικού decumanus, αφήνοντας ελεύθερο όλο το πλάτος του δρόμου μαζί με το πεζοδρόμιό του, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο δρόμος συνέχισε να είναι σε χρήση. Η ίδια τακτική φαίνεται πως ακολουθήθηκε και στο δυτικό σκέλος του τείχους, το οποίο προφανώς έβαινε κατά μήκος ενός cardo. Βόρεια και ανατολικά η νέα οχύρωση έκανε χρήση του ρωμαϊκού τείχους, το οποίο συμπληρώθηκε καθ᾽ ύψος.

Κατά μήκος του νότιου σκέλους του τείχους βρίσκονται δώδεκα συνολικά πύργοι, τοποθετημένοι σε κανονικές αποστάσεις των 33 μέτρων: ένας ορθογώνιος, ένας πεταλοειδής και ένας πολυγωνικός εναλλάσσονται, με την ίδια σειρά, ενώ στη νοτιοδυτική και νοτιοανατολική γωνία υψώνονται ένας κυκλικός και ένας πολυγωνικός πύργος αντίστοιχα. Στο μικρό λοξό τμήμα του νότιου σκέλους, μέχρι τη συνάντησή του με το ρωμαϊκό τείχος στην ανατολική πλευρά, βρίσκονται στη σειρά δύο πεταλοειδείς, ένας τετράγωνος και ένας πολυγωνικός πύργος. Στο δυτικό σκέλος ακολουθείται διαφορετικό σύστημα οργάνωσης. Εντοπίζονται συνολικά δεκαέξι πύργοι, έντεκα ορθογώνιοι στη σειρά, δύο κυκλικοί στις γωνίες προς βορρά και νότο, δύο πεταλοειδείς εκατέρωθεν της Δυτικής Πύλης και ένας κυκλικός στη βόρεια πλευρά μιας πυλίδας, 184 μέτρα βόρεια της κύριας πύλης. Το μεσοπύργιο διάστημα κυμαίνεται από 26 έως 40μ.

Ο πολυγωνικός πύργος στο Νότιο σκέλος του τείχους

Δύο ή τρεις σειρές λιθοπλίνθων στη βάση του τείχους σχηματίζουν πόδιο-ευθυντηρία, πάνω στο οποίο υψώνεται η ανωδομή. Οι θύρες φέρουν μονολιθικά υπέρθυρα, που επιστέφονται από μονό ή διπλό ανακουφιστικό τόξο με κτιστό τύμπανο. Στο δυτικό σκέλος, το οποίο διέθετε περίδρομο, διατηρούνται σε καλύτερη κατάσταση οι κλίμακες ανόδου. Ο πυρήνας της λιθοδομής του τείχους συνίσταται από κονίαμα, αργούς λίθους, λίθινα και μαρμάρινα θραύσματα από ρωμαϊκά μνημεία, ακόμη και θραύσματα αγαλμάτων, καθώς και θραύσματα και ακέραιες οπτοπλίνθους από το αυγούστειο τείχος. Ο μεγάλος αριθμός από spolia καταδεικνύει ότι κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους σημαντικά δημόσια οικοδομήματα της ρωμαϊκής περιόδου είχαν εγκαταλειφθεί.

Είναι φανερό πως το νότιο και το δυτικό σκέλος του τείχους ανήκουν σε ξεχωριστές οικοδομικές φάσεις. Οι όψεις του δυτικού σκέλους παρουσιάζουν μεγαλύτερη επιμέλεια στην αργολιθοδομή και κατά τόπους φέρουν κεραμοπλαστικό διάκοσμο. Το δυτικό σκέλος, ακολουθεί χρονικά την κατασκευή του νότιου.

Στο ανατολικό, ανεξερεύνητο μέχρι σήμερα τμήμα, γίνεται χρήση του αυγούστειου τείχους, το οποίο επισκευάζεται και συμπληρώνεται καθ᾽ύψος. Εντοπίζονται πάντως ορισμένοι ορθογώνιοι πύργοι, ένας από τους οποίους σώζεται σε μεγάλο ύψος, όμοιας κατασκευής με τους πύργους του δυτικού σκέλους.

Ανεξερεύνητο σε μεγάλο βαθμό παραμένει και το βόρειο σκέλος της οχύρωσης, στο οποίο επίσης επαναχρησιμοποιείται, συμπληρωμένο, το ρωμαϊκό τείχος. Στο δυτικό του τμήμα, από το σημείο που διέρχεται ο σύγχρονος αυτοκινητόδρομος έως τον βόρειο πύργο του δυτικού σκέλους, παρατηρείται μια εκτεταμένη ανακατασκευή στην οποία χρησιμοποιήθηκαν spolia από ρωμαϊκά οικοδομήματα. γεγονός που υποδηλώνει κατάσταση έκτακτης ανάγκης και θα πρέπει να συνδεθεί με την επιδρομή των Ερούλων στα μέσα του 3ου αιώνα. Ανατολικά του δρόμου εντοπίζεται η συνέχεια του ρωμαϊκού τείχους και ένας μεγάλος τριγωνικός προμαχώνας, που χρονολογείται στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους. Λόγω της απότομης κατωφέρειας του εδάφους στην πλευρά αυτή του τείχους, υπολογίζεται πως θα υπήρχε προστατευτική τάφρος, η οποία θα συνδεόταν με τη λιμνοθάλασσα Μάζωμα.

Η χρονολόγηση των παλαιοχριστιανικών τειχών είναι εξαιρετικά προβληματική. Η παλαιότερη άποψη τα είχε συνδέσει με τον Ιουστινιανό (6ος αι.), βασιζόμενη στον ιστορικό Προκόπιο, ο οποίος, στο έργο του <em>Περί κτισμάτων</em> (4.1.37.1), απαριθμώντας τα οχυρωματικά έργα με τα οποία ο αυτοκράτορας ενίσχυσε πολλές πόλεις της αυτοκρατορίας, αναφέρει ότι ο Ιουστινιανός <em>ανενεώσατο δε την Νικόπολιν</em>. Η σύγχρονη πάντως έρευνα τοποθετεί την κατασκευή της οχύρωσης περίπου στο δεύτερο μισό του 5ου αι., στους χρόνους του αυτοκράτορα Ζήνωνα (474-491) ή πιθανότερα του Αναστασίου (491-518). Ωστόσο, λείπουν τα ανασκαφικά τεκμήρια που θα στήριζαν την επιχειρηματολογία υπέρ της μιας ή της άλλης άποψης.

Δυτική πύλη, σήμερα αναστηλωμένη

Τα παλαιοχριστιανικά τείχη της Νικόπολης, ένα από τα πλέον σημαντικά σύνολα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής της νοτίου Βαλκανικής, εντυπωσιάζουν με την έκταση και το ύψος διατήρησής τους, που φτάνει έως τα δώδεκα μέτρα.

Άποψη του τείχους της παλαιοχριστιανικής οχύρωσης

Xάρτης

ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΝΙΚΟΠΟΛΗ

ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΝΙΚΟΠΟΛΗ

ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΝΙΚΟΠΟΛΗ

Η επικράτηση του Χριστιανισμού και οι επιπτώσεις των βαρβαρικών επιδρομών, οι οποίες αρχίζουν τον 3ο αι. μ.Χ. και συνεχίζονται στους επόμενους αιώνες, επηρέασαν άμεσα και τη μορφή του δομημένου περιβάλλοντος της Νικόπολης. Τα λατρευτικά κτίσματα της νέας θρησκείας, επίκεντρο όχι μόνο της θρησκευτικής αλλά και της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, κατέλαβαν με την έκταση και τον όγκο τους σημαντικό μέρος του αστικού χώρου.

Η επιδρομή των Ερούλων, στα μέσα του 3ου αι. μ.Χ., κατέδειξε τις αδυναμίες της οχύρωσης της εποχής του Αυγούστου. Η επαναξιολόγηση της λειτουργικότητας της οχύρωσης μετά την κατάληψη της πόλης από τους Βανδάλους το 474 μ.Χ., οδήγησε στη μείωση της περιμέτρου του τείχους και την αναδιοργάνωση του αστικού χώρου. Η παλαιοχριστιανική πόλη περιορίστηκε στον βορειοανατολικό τομέα του αρχικού (ρωμαϊκού) πολεοδομικού σχεδίου, καταλαμβάνοντας έκταση 274 περίπου στρεμμάτων (27,4 εκτάρια), δηλαδή το ένα πέμπτο της έκτασης που περιέκλειαν τα ρωμαϊκά τείχη.

Η επιλογή του χώρου στον οποίο περιορίστηκε η παλαιοχριστιανική πόλη, φαίνεται πως καθορίστηκε από συγκεκριμένους λόγους. Υπερίσχυσαν μάλλον τα γεωγραφικά πλεονεκτήματα της θέσης, παρά η διαφύλαξη των δημόσιων κτιρίων της ρωμαϊκής εποχής, τα οποία με την επικράτηση του χριστιανισμού έπαψαν να χρησιμοποιούνται. Η περιοχή, για παράδειγμα, όπου τοποθετείται το κέντρο της ρωμαϊκής πόλης, το Forum, με σημαντικά οικοδομήματα, όπως το Ωδείο, έμεινε εκτός της νέας οχύρωσης. Το τμήμα που επιλέχτηκε για τη δημιουργία της νέας πόλης βρίσκεται κοντά στον ιχθυοτρόφο Αμβρακικό κόλπο, πηγή πρωτογενούς πλούτου για τη Νικόπολη και οδός επικοινωνίας προς τα ενδότερα της Ηπείρου. Επί πλέον, από τη θέση αυτή ήταν σχετικά εύκολη η οδική προσέγγιση στο μεγάλο λιμάνι της πόλης, στον όρμο Βαθύ, μέσω της Νοτιοανατολικής Πύλης της ρωμαϊκής οχύρωσης. Ο οικισμός του λιμανιού φαίνεται να ευημερεί στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, όπως υποδηλώνουν τα κατάλοιπα μεγαλοπρεπούς βασιλικής στη θέση Άγιος Μηνάς, στην ανατολική πλευρά του όρμου.

Καθοριστικό πλεονέκτημα για την επιλογή της θέσης αποτελούσε ασφαλώς και η πηγή νερού που ανάβλυζε στην πλαγιά κάτω από την Οικία του εκδίκου Γεωργίου. Ένας πρόσθετος λόγος είναι το γεγονός ότι το ανάγλυφο του εδάφους στο τμήμα αυτό, το οποίο παρουσιάζει μια ομαλή κατωφέρεια από Ν προς Β, διευκόλυνε τη φυσική ροή των λυμάτων στους υπονόμους. Τα λύματα θα πρέπει να κατέληγαν στη λιμνοθάλασσα Μάζωμα, η ακτογραμμή της οποίας βρισκόταν πολλά μέτρα δυτικότερα. Τέλος, στην επιλογή της θέσης δεν αποκλείεται να έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι ο αριθμός των κτισμάτων της αρχαίας θρησκείας σε αυτή την περιοχή της πόλης ήταν ασήμαντος σε σχέση με άλλες περιοχές.

Το τέμενος στο ιερό άλσος του προαστείου, όπως και στο αρχικό πολεοδομικό σχέδιο της πόλης, παρέμεινε εκτός της οχύρωσης. Με την κατάργηση των αθλητικών αγώνων σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, τα μνημεία του προαστείου εγκαταλείφθηκαν. Τα νέα τείχη, τα κτίσματα της χριστιανικής λατρείας και το λεγόμενο «Νυμφαίο» αποτελούν σήμερα τα κυριότερα ορατά κατάλοιπα της παλαιοχριστιανικής πόλης.

Τα στοιχεία που διαθέτουμε για τον πολεοδομικό ιστό και τις ιδιωτικές κατοικίες της παλαιοχριστιανικής Νικόπολης είναι περιορισμένα. Σε γενικές γραμμές φαίνεται ότι διατηρήθηκε το ρωμαϊκό, ορθογώνιο σύστημα πολεοδόμησης, με κάποια πιθανώς πύκνωση. Η κάτοψη δύο εκ των τεσσάρων εντοπισμένων βασιλικών εντός του τείχους, της Βασιλικής Α (Δομετίου) και της Βασιλικής Β (Αλκίσωνος), είναι προσαρμοσμένη στο αρχικό ρωμαϊκό σχέδιο, καθώς οι κύριες είσοδοί τους, στη δυτική πλευρά, βρίσκονται πάνω σε δρόμους της ρωμαϊκής χάραξης με κατεύθυνση Β-Ν (cardines). Δύο από τις τρεις εντοπισμένες πύλες συμπίπτουν επίσης με τον άξονα δρόμων της αρχικής χάραξης. Η λεγόμενη «Ωραία πύλη», στη νότια πλευρά του τείχους, βρίσκεται στο άξονα του cardo, που διέρχεται δυτικά της Βασιλικής Α. Ο άξονας όμως της Δυτικής, κύριας πύλης του παλαιοχριστιανικού τείχους, δεν βρίσκεται στον άξονα δρόμου της ρωμαϊκής χάραξης. Δεν αποκλείεται σε αυτό το σημείο, για λόγους προσαρμογής στο ανάγλυφο, η ρωμαϊκή χάραξη να παρεξέκλινε του αυστηρά γεωμετρικού σχεδίου.

Αναπαράσταση της παλαιοχριστιανικής πόλης

Xάρτης

Ανατολική νεκρόπολη

Ανατολική νεκρόπολη

Μαρμάρινο γλυπτό Κόρης (λεπτομέρεια)

Ανατολική νεκρόπολη

Η Ανατολική Νεκρόπολη, η οποία εκτείνεται έξω από την Ανατολική Πύλη, φαίνεται πως ήταν οργανωμένη εκατέρωθεν μίας οδού που οδηγούσε στην ακτή της λιμνοθάλασσας Μάζωμα. Παραμένει ελάχιστα ερευνημένη, αν και σ’αυτήν διεξήχθησαν οι πρώτες ανασκαφές το 1913 από τον Αλέξανδρο Φιλαδελφέα.

Στη θέση Νικολάρα έχει ερευνηθεί ένα θαλαμωτό μαυσωλείο με ορθογώνιο ημιυπόγειο ταφικό θάλαμο. Στο μέσο της βόρειας πλευράς του, εσωτερική κλίμακα τριών αναβαθμών οδηγεί σε πλακόστρωτο δάπεδο, ένα μέτρο χαμηλότερα. Περιμετρικά βρίσκονται τέσσερις λίθινες σαρκοφάγοι, μέσα σε πλινθόκτιστες κατασκευές, και τρεις θήκες, επίσης πλινθόκτιστες, με τεφροδόχα αγγεία, από τα οποία ένα μόνο γυάλινο αγγείο του 1ου αι. μ.Χ. βρέθηκε στη θέση του. Στους τοίχους είχαν τοποθετηθεί τεφροδόχα αγγεία, ενώ στο δάπεδο εντοπίστηκε τεφροδόχος οξυπύθμενος αμφορέας και επιτάφια στήλη με την επιγραφή: Με(μία) | Φίλα | ἐτῶν λ΄ | Φουλβεινία | Πανθήρα | ἐτῶν ιδ΄ | χαίρετε. Η επιγραφή αναφέρεται σε δύο νεκρές, οι οποίες, σύμφωνα με τα ονόματα γένους (Μεμία, Φουλβεινία), κατείχαν την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη. Το μνημείο χρονολογείται στο τέλος του 2ου/αρχές του 3ου αι. μ.Χ.

Στην ίδια περιοχή ερευνήθηκαν μεμονωμένοι τάφοι, κυρίως πλινθόκτιστοι κιβωτιόσχημοι, οι οποίοι απέδωσαν πλούσια κτερίσματα (λυχνάρια, γυάλινα αγγεία, αργυρά και χάλκινα δακτυλίδια) και επιτάφιες στήλες, ενώ εντοπίστηκαν και σαρκοφάγοι, μαρμάρινες με ανάγλυφη διακόσμηση και λίθινες του τύπου της Άσσου.

Η ταφική στήλη του ναυτικού Ferox

Xάρτης

Νοτιοανατολική νεκρόπολη

Νοτιοανατολική νεκρόπολη

Το Μαυσωλείο 3

Νοτιοανατολική νεκρόπολη

Η Νοτιοανατολική Νεκρόπολη αρχίζει από τη Νοτιοανατολική Πύλη και αναπτύσσεται εκατέρωθεν της οδού, που κατέληγε στο νότιο λιμάνι, στο Βαθύ. Περιλαμβάνει, όπως και οι άλλες νεκροπόλεις, συστάδες τάφων και μνημειακά ταφικά κτίρια, ορισμένα από τα οποία παρέμειναν διαχρονικά ορατά και σημειώνονται στο σκαρίφημα του Άγγλου θεολόγου και περιηγητή Thomas Smart Hughes που επισκέφθηκε τη Νικόπολη το 1813. Η νεκρόπολη ήταν σε χρήση από τον 1ο έως και τον 3ο αι. μ.Χ.. Δυτικά της ταφικής οδού βρίσκεται ένα μοναδικό για τη Νικόπολη και την Ελλάδα ταφικό μνημείο (Μαυσωλείο 6). Αποτελείται από υψηλό, τετράπλευρο πόδιο και κυλινδρική ανωδομή. Μονόφυλλη θύρα, το ασβεστολιθικό κατώφλι της οποίας παραμένει στη θέση του στη δυτική πλευρά, οδηγούσε μέσω στενού, καμαροσκεπούς διαδρόμου σε τρίπλευρο θάλαμο με θολωτή κάλυψη. Ο ανατολικός τοίχος του θαλάμου διαθέτει μία μεγάλη ορθογώνια κόγχη, πλαισιωμένη από δύο μικρότερες και έναν φεγγίτη. Ανά μια μικρή κόγχη υπάρχει επίσης στον βόρειο και τον νότιο τοίχο. Το δάπεδο του θαλάμου και του διαδρόμου έχει στρωθεί με συμπαγές ερυθρό κονίαμα, ενώ η όψη των τοίχων τους έχει κατασκευασθεί από μικρούς κυβόλιθους (opus reticulatum), επιχρισμένους με κονίαμα. Χρονολογείται στον 1ο αι. μ.Χ.

Αρκετά μέτρα νοτιότερα βρίσκεται ένα από τα επιβλητικότερα μαυσωλεία της Νικόπολης (Μαυσωλείο 12). Ανήκει στην κατηγορία των θαλαμωτών μαυσωλείων και αποτελείται από έναν τετράγωνο, περίπου, θάλαμο με θολωτή κάλυψη και είσοδο στο μέσον της δυτικής του πλευράς. Στους άλλους τρεις τοίχους διαμορφώνονται μεγάλες κόγχες (arcosolia) για την τοποθέτηση σαρκοφάγων, πλαισιωμένες με μικρότερες, διακοσμητικές κόγχες. Οι τοίχοι του είναι κατασκευασμένοι από χυτό λιθόδεμα στον πυρήνα και πλίνθους επιχρισμένες με κονίαμα στις όψεις. Το εσωτερικό του έχει συληθεί κατά το παρελθόν. Με βάση την αρχιτεκτονική του μορφή χρονολογείται στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ.

Νότια του δυτικού ημικυκλικού πύργου της πύλης, η αρχαιολογική σκαπάνη αποκάλυψε ταφικό περίβολο, ο οποίος διατηρείται σε αξιόλογο ύψος και περικλείει δύο θαλαμωτά μαυσωλεία. Ο περίβολος είναι κτισμένος κατά το μεικτό δομικό σύστημα και ενισχύεται εξωτερικά, στη δυτική και νότια πλευρά του, από δύο και τρεις αντηρίδες αντιστοίχως. Το Μαυσωλείο 1, με είσοδο μάλλον ανατολικά, όπου διαμορφώνεται δίβαθμη κλίμακα από συμπαγές κονίαμα, είχε ψηφιδωτό δάπεδο από λευκές ψηφίδες, χωρίς σχέδια, περιμετρικά του οποίου εδράζονταν σαρκοφάγοι. Στα νότια, το ομότοιχο Μαυσωλείο 2 αποτελείται από μία ορθογώνια αίθουσα με δάπεδο στρωμένο με ορθογώνιες κεράμους. Στη θέση της διατηρείται μία από τις σαρκοφάγους του τύπου της Άσσου.

Στα νότια του ανατολικού πύργου και του τείχους εντοπίστηκαν τρία επί πλέον θαλαμωτά μαυσωλεία. Ανάμεσα στα μαυσωλεία, και σε επαφή με το τείχος, ερευνήθηκαν εξήντα περίπου τάφοι (κιβωτιόσχημοι, κεραμοσκεπείς και θήκες), οι περισσότεροι από τους οποίους βρέθηκαν συλημένοι. Οι τάφοι και τα μαυσωλεία εκατέρωθεν της πύλης προσαρμόζονται στην πορεία του τείχους.

Μαρμάρινο γλυπτό στον τύπο της Μικρής Ηρακλεώτισσας

Xάρτης

Νοτιοδυτική νεκρόπολη

Νοτιοδυτική νεκρόπολη

Η θήκη και η στήλη του Ερμέρωτα

Νοτιοδυτική νεκρόπολη

Η Νοτιοδυτική Νεκρόπολη που άρχιζε από τη Νοτιοδυτική Πύλη και απλωνόταν εκατέρωθεν μιας ταφικής οδού, έφθανε κοντά στη θάλασσα όπως και η Δυτική Νεκρόπολη. Μικρής έκτασης σωστικές ανασκαφές αποκάλυψαν, σε απόσταση περίπου 100μ. από την πύλη, τμήμα της ταφικής οδού και του νεκροταφείου με τρία μαυσωλεία και είκοσι τρεις τάφους διαφόρων ειδών. Η οδός έχει πλάτος 5,40μ., είναι πλακόστρωτη και διαθέτει πεζοδρόμια και στις δύο πλευρές. Φαίνεται ότι η Νοτιοδυτική Νεκρόπολη άρχισε να λειτουργεί από το πρώτο μισό του 1ου αι. μ.Χ. και παρέμεινε σε χρήση μέχρι και τον 2ο αι. μ.Χ. Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί η περίοδος που εγκαταλείφθηκε. Τα φτωχά κτερίσματα και η επανειλημμένη χρήση των τάφων φανερώνουν ότι ανήκαν σε άτομα κατώτερων τάξεων. Η ύπαρξη, βέβαια, μαυσωλείων παραπέμπει σε εύπορους πολίτες. Δεν αποκλείεται όμως και απελεύθεροι, οι οποίοι επιζητούσαν κοινωνικό κύρος, να ανήγειραν ακριβούς τάφους.

Η θήκη και η στήλη του Ερμέρωτα

Xάρτης

Font Resize