Η Βόρεια Νεκρόπολη, η καλύτερα ερευνημένη από τις πέντε της Νικόπολης, απλώνεται έξω από τη Βορειοδυτική Πύλη, εκατέρωθεν ταφικής οδού, η οποία στη συνέχεια οδηγούσε στο Στάδιο, και από εκεί στο Τρόπαιο της νίκης. Η νεκρόπολη ήταν σε χρήση από τον 1ο έως τις αρχές του 4ου αι. μ.Χ. Μεμονωμένα ευρήματα των επόμενων αιώνων δεν επιτρέπουν ασφαλή συμπεράσματα για τη συνέχιση της χρήσης της, κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο. Το νότιο τμήμα της νεκρόπολης, σε επαφή με το τείχος, οργανώνεται με ταφικούς περιβόλους και ανεξάρτητες συστάδες τάφων. Οι περίβολοι που έχουν αποκαλυφθεί έως σήμερα περικλείουν έως και δεκατέσσερις τάφους, που διατάσσονται περιμετρικά των τοίχων ή σε παράλληλες σειρές. Οι τάφοι ανήκουν στις τυπικές, για την περίοδο, κατηγορίες: κτιστοί κιβωτιόσχημοι, κεραμοσκεπείς, εγχυτρισμοί (ταφές δηλαδή βρεφών και νηπίων σε μεγάλους αποθηκευτικούς αμφορείς), αλλά και θήκες με πήλινα ή σπανιότερα λίθινα τεφροδόχα αγγεία (urna cineraria), στις περιπτώσεις που εφαρμόστηκε η καύση του νεκρού.
Βορειότερα, η ταφική οδός πλαισιώνεται με εντυπωσιακά υπέργεια ταφικά μνημεία-μαυσωλεία, που ανήκαν σε εύπορους και εξέχοντες πολίτες. Τα μνημεία οργανώνονται κατά μήκος της κύριας οδού ως ανεξάρτητα κτίσματα, ή σε συγκροτήματα με ενδιάμεσους διαδρόμους κίνησης, παραπέμποντας στα νεκροταφεία της Ρώμης, της Όστιας, της Πομπηίας κ.ά. Διαθέτουν έναν υπέργειο ή ημιυπόγειο ταφικό θάλαμο με καμαρωτή κάλυψη και δίρριχτη στέγη. Το δάπεδό τους στρώνεται με ασβεστολιθικές πλάκες, οπτόπλινθους και μαρμαροθέτημα ή ψηφιδωτό, στις πιο πολυτελείς κατασκευές. Οι τοίχοι τους εξωτερικά και εσωτερικά επιχρίονται με κονίαμα, ενώ το εσωτερικό των πολυτελέστερων μνημείων επενδύεται με ορθομαρμάρωση. Οι ταφικοί θάλαμοι φιλοξενούν σαρκοφάγους διαφόρων τύπων: πολυτελείς μαρμάρινες με ανάγλυφη διακόσμηση, αττικών ή τοπικών εργαστηρίων, τις λεγόμενες τύπου Άσσου (λίθινες, εισηγμένες από την ομώνυμη πόλη της Μ. Ασίας) και απλές πώρινες, εγκιβωτισμένες σε πλινθόκτιστες κατασκευές. Στον ίδιο θάλαμο συνυπάρχουν συχνά και κτιστοί κιβωτιόσχημοι τάφοι, καθώς και θήκες.
Τα μαυσωλεία διακρίνονται σε ναόμορφα και θαλαμωτά. Τα ναόμορφα υψώνονται πάνω σε πόδιο και διαθέτουν πρόδομο. Μνημειακή, συνήθως, κλίμακα εξασφαλίζει την πρόσβαση από την ταφική οδό. Το πόδιο είναι κτισμένο από πλίνθους ή καλοδουλεμένους λίθους, ως επένδυση στο χυτό λιθόδεμα του πυρήνα. Τα θαλαμωτά μαυσωλεία αποτελούνται από μία τετράπλευρη αίθουσα, με μονόφυλλη, συνήθως, θύρα, καμαρωτή οροφή και δίρριχτη στέγη. Εσωτερικά, πάνω από το ύψος των τάφων, διαμορφώνεται περιμετρικά μία ζώνη με ισοϋψείς κόγχες όπου είχαν εναποθέσει τεφροδόχα αγγεία, από τα οποία διατηρούνται μόνον οι πυθμένες.
Σε γενικές γραμμές, η ανέγερση των μαυσωλείων τοποθετείται στον 1ο και τον 2ο αι. μ.Χ. Τα μεγαλοπρεπέστερα από τα μαυσωλεία του 2ου αι. μ.Χ. αντανακλούν την ευμάρεια που γνώρισε η πόλη, κατά τη βασιλεία των αυτοκρατόρων Τραϊανού (98-117 μ.Χ.) και Αδριανού (117-138 μ.Χ.).