Το ρωμαϊκό Θέατρο της Νικόπολης βρίσκεται στις νότιες υπώρειες του ιερού λόφου του Απόλλωνα, σε μικρή απόσταση, ΒΑ του Σταδίου. Μολονότι δεν μνημονεύεται από τον γεωγράφο και ιστορικό Στράβωνα, ο οποίος αναφέρει το Στάδιο και το Γυμνάσιο, η αρχαιολογική έρευνα τοποθετεί και το θέατρο στο ίδιο οικοδομικό πρόγραμμα, αυτό του αυτοκράτορα Αυγούστου. Στα χρόνια του Αδριανού (100-150 μ.Χ.) εκτελείται ένα εκτεταμένο πρόγραμμα ανακαίνισης του Θεάτρου που του έδωσε την μορφή που διατηρεί έως σήμερα.
Στο σύγγραμμα του Ρωμαίου αρχιτέκτονα Βιτρούβιου (θάνατος 15 π.Χ.) De Arcitectura περιγράφονται τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του “ιδανικού” θεάτρου κατά τον ρωμαϊκό τρόπο και τα χαρακτηριστικά των ελληνικών θεάτρων σε σύγκριση με τα ρωμαϊκά: Το κοίλο των ελληνικών θεάτρων στηριζόταν πάντοτε απευθείας σε επίπεδο φυσικών πρανών με ανάλογες κατά περίπτωση διευθετήσεις και αποχωματώσεις. Στα ρωμαϊκά θέατρα εμφανίζεται η καινοτομία της στήριξης του κοίλου σε θολωτές υποδομές που θεμελιώνονταν σε επίπεδο έδαφος. Η τεχνική αυτή επέτρεπε την ανέγερση θεάτρων σε αστικά κέντρα εφόσον δεν απαιτούσε πλέον την ύπαρξη φυσικών πρανών.
Το ελληνικό θέατρο έχει μια διακριτή τριμερή διάταξη (σκηνή, ορχήστρα, κοίλο) που στο ρωμαϊκό ενώθηκε σε ένα ενιαίο κτίσμα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια ημικυκλική ορχήστρα που πλέον δεν αποτελούσε μέρος της σκηνικής δράσης καθώς οι ηθοποιοί έπαιζαν πάνω στο προσκήνιο.
Ακόμη, στο ρωμαϊκό θέατρο, οι πάροδοι ήταν θολωτοί διάδρομοι (aditus maximi) ενώ και οι προσβάσεις από και προς το κοίλο ήταν επίσης θολωτές (vomitoria). Μεταξύ ορχήστρας και προσκηνίου υπήρχε μια αύλακα για τον μηχανισμό που ανεβοκατέβαζε την αυλαία (aulaeum). Η αυλαία όταν ήταν σηκωμένη κάλυπτε τη σκηνή και όταν έπεφτε εντός της αύλακας άρχιζε η παράσταση, εξ ού και η έκφραση aulaea premutur (η αυλαία πέφτει).