Η Βασιλική Β, γνωστή και ως βασιλική του επισκόπου Αλκίσωνος, βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της παλαιοχριστιανικής Νικόπολης, πενήντα περίπου μέτρα ανατολικά από το δυτικό σκέλος των τειχών της. Εντάσσεται σε ένα ευρύτερο εκκλησιαστικό συγκρότημα συνολικής έκτασης 5.900 τ.μ. περίπου, το οποίο περιλαμβάνει την επιβλητική βασιλική, το μερικώς ανασκαμμένο βαπτιστήριο και διάφορα άλλα προσκτίσµατα. Λόγω του μεγάλου μεγέθους της αλλά και της πολυτελούς κατασκευής της θεωρείται ο καθεδρικός ναός της Νικόπολης και η έδρα του μητροπολίτη. Η εκκλησία ανήκει στον τύπο της πεντάκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με τριμερές εγκάρσιο κλίτος, το οποίο δεν εξέχει των πλαγίων πλευρών. Άγνωστο παραμένει σε ποιον άγιο ήταν αφιερωμένος ο ναός.
Δυτικά του ναού διέρχεται κεντρικός δρόμος της ρωμαϊκής πόλης με κατεύθυνση Β-Ν (cardo). Κατά μήκος της δυτικής πλευράς του ναού και των προσκτισμάτων του, ο δρόμος ήταν στεγασμένος εν είδει στοάς η οποία είχε δύο μνημειακές κύριες εισόδους, νότια και βόρεια, που έφεραν τριπλά ανοίγματα (τρίβηλα). Κάτω από το δάπεδο διέρχεται μεγάλος κτιστός αγωγός, που ανήκει στο σύστημα αποχέτευσης της ρωμαϊκής περιόδου.
Οι στοές του αιθρίου έφεραν ψηφιδωτά δάπεδα, διακοσμημένα με μεγάλους σηρικούς τροχούς, μέσα στους οποίους εγγράφονται γεωμετρικά κυρίως θέματα. Στο ανατολικό τμήμα του αιθρίου, και σε επαφή με τον τοίχο του νάρθηκα, υπάρχουν κατάλοιπα μιας ορθογώνιας κτιστής δεξαμενής, το νερό της οποίας έπεφτε σε σειρά μαρμάρινων λεκανών.
Ανατολικά του αιθρίου βρίσκεται ο νάρθηκας, το δάπεδο του οποίου έφερε ψηφιδωτό διάκοσμο με γεωμετρικά σχέδια. Την κεντρική, βασίλειο πύλη, που έφερε μαρμάρινο περιθύρωμα με κοιλόκυρτα κυμάτια, την αναστήλωσε ο Αναστάσιος Ορλάνδος το 1964. Τέσσερις κιονοστοιχίες, από δώδεκα μονολιθικούς κίονες η καθεμιά, διαμόρφωναν τα πέντε ανισοπλατή κλίτη του κυρίως ναού.
Κεντρική θέση στο ιερό κατέχει η αγία τράπεζα, την οποία επιστέγαζε μαρμάρινο κιβώριο, στηριγμένο σε τέσσερις κίονες. Στην αψίδα του ιερού βρίσκεται χτιστό πόδιο με πέντε ημικυκλικές σειρές βαθμίδων, πάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένος ο θρόνος του επισκόπου. Σε χαμηλότερα δίβαθμα έδρανα, τα συμψέλλια, εκατέρωθεν του ποδίου κάθονταν οι ιερείς. Πίσω από το πόδιο διαμορφώνεται το κύκλιον. Ανασκαφική έρευνα εξωτερικά της αψίδας εντόπισε τη συνέχεια του ρωμαϊκού οικοδομήματος και τμήμα ψηφιδωτού δαπέδου με απεικόνιση βουκολικής σκηνής, εξαιρετικής καλλιτεχνικής ποιότητας.
Στο μέσο περίπου της νότιας πλευράς του κεντρικού κλίτους διατηρούνται κατάλοιπα του άμβωνα με κυλινδρικό μαρμάρινο βάθρο από πεντελικό μάρμαρο, που φέρει περιμετρικά ανάγλυφη παράσταση Αμαζονομαχίας και στήριζε παλαιότερα χάλκινο κολοσσιαίο ανδριάντα του 2ου αι. μ.Χ. Κατά την ενσωμάτωση του βάθρου στην κατασκευή του άμβωνα, τμήμα της παράστασης απολαξεύτηκε και αντικαταστάθηκε με ψηφιδωτό διάκοσμο, από τον οποίο διατηρούνται δυο προτομές μορφών μέσα σε στρογγυλά εγκόλπια.