Σύμφωνα με τα υπάρχοντα δεδομένα, η πολιτική αγορά της Νικόπολης, το Forum, τοποθετείται βόρεια της διασταύρωσης των δύο κύριων οδικών αρτηριών της πόλης, του decumanus maximus και του cardo maximus. Το μόνο από τα οικοδομήματα της περιοχής αυτής, το οποίο έχει ερευνηθεί συστηματικά είναι το Ωδείο.
Το Ωδείο πλαισίωναν τρεις δρόμοι, ένας decumanus στα βόρεια, και δύο παράλληλοι cardines, δυτικά και ανατολικά αντίστοιχα. Το Ωδείο, με χωρητικότητα περίπου 1600 θεατών, προοριζόταν κυρίως για μουσικές εκδηλώσεις, συνελεύσεις δημόσιου χαρακτήρα και θεατρικές παραστάσεις, αφού πίσω από την πρόσοψη του προσκηνίου, υπάρχει υποδομή για την τοποθέτηση μηχανισμού αυλαίας.
Τα κύρια μέρη του Ωδείου είναι η σκηνή (scaenae), η ορχήστρα (orchestra) και το κοίλο (cavea ή auditorium). Η σκηνή υψώνεται σε δύο επίπεδα και αποτελείται από ένα ορθογώνιο επίμηκες οικοδόμημα, που φιλοξενούσε χώρους για τις ανάγκες των συντελεστών των παραστάσεων. Οι ηθοποιοί έπαιζαν πάνω σε ένα δάπεδο υπερυψωμένο, σε σχέση με την ορχήστρα, το προσκήνιο ή λογείο (proscaenium/pulpitum). Ο χαμηλός συμπαγής τοίχος στην πρόσοψη του προσκηνίου (frons pulpiti), είναι διακοσμημένος με κόγχες, ημικυκλικές και ορθογώνιες. Στις τρεις μεγαλύτερες κόγχες υπάρχουν μικρές κλίμακες τεσσάρων αναβαθμών, που οδηγούσαν από την ορχήστρα στο προσκήνιο.
Στο βόρειο όριο του προσκηνίου υψώνεται η πρόσοψη της σκηνής (scaenae frons), η οποία, όπως σε όλα τα ρωμαϊκά θέατρα, έφερε πλούσια αρχιτεκτονική και πλαστική διακόσμηση και τρεις εισόδους: την κεντρική (valva regia) και δύο πλαϊνές (hospitalia). Σε κάθε είσοδο τρεις λίθινοι αναβαθμοί προς τον χώρο του προσκηνίου, και τέσσερις προς το εσωτερικό της σκηνής, εξυπηρετούσαν τη διέλευση των ηθοποιών. Εκατέρωθεν του προσκηνίου βρίσκονται δύο ορθογώνια δωμάτια, τα παρασκήνια (versurae). Πίσω από την πρόσοψη του προσκηνίου βρίσκεται κτιστή τάφρος, με τις υποδομές του μηχανισμού της αυλαίας.
Η ημικυκλική ορχήστρα (διάμ. 8,26μ.) ήταν διακοσμημένη με πολύχρωμο μαρμαροθέτημα (opus sectile), από το οποίο σώζονται μόνο σπαράγματα, κατά μήκος της ευθύγραμμης πλευράς της. Περιμετρικά της ορχήστρας διαμορφώνονταν τρεις χαμηλοί αναβαθμοί (προεδρία, prohedria), στους οποίους τοποθετούνταν καθίσματα για τους επισήμους (bisellia).
Κάτω από την ορχήστρα, το προσκήνιο και τα παρασκήνια εκτείνεται δίκτυο υπόγειου αγωγού, του οποίου η αφετηρία και η λειτουργία παραμένει άγνωστη. Στο κέντρο της ορχήστρας βρίσκεται οπή απορροής ομβρίων υδάτων, η οποία φαίνεται ότι διανοίχθηκε πρόχειρα στην αρχαιότητα και συνδέεται με τον υποκείμενο αγωγό.
Το κοίλο (cavea ή auditorium), ημικυκλικού σχήματος, διασώζει είκοσι δύο σειρές εδωλίων στο κεντρικό τμήμα του και είκοσι στο ανατολικό και δυτικό αντίστοιχα. Χωρίζεται σε δύο διαζώματα (maenianae) με διάδρομο, το πλάτος του οποίου αντιστοιχεί στο πλάτος μιας σειράς εδωλίων. Το κάτω κοίλο (ima cavea) χωρίζεται σε δύο κερκίδες (cunei) με τέσσερις κλίμακες ανόδου και το άνω κοίλο (summa cavea) σε τέσσερις κερκίδες, με πέντε κλίμακες. Το κοίλο στηρίζεται σε υποδομή τριών επάλληλων, ομόκεντρων θολωτών διαδρόμων, των οποίων το ύψος αυξάνεται διαδοχικά από το εσωτερικό προς την περιφέρεια του οικοδομήματος. Για τον εξαερισμό του χώρου υπήρχαν δώδεκα μικρά ανοίγματα στον τοίχο προς τον εξωτερικό διάδρομο και δέκα στην οροφή του, τα οποία ανοίγονταν προς το κοίλο. Ο τρίτος εξωτερικός διάδρομος διαμορφώνεται σε στοά με τοξωτή πεσσοστοιχία, η οποία, παράλληλα με τις ανάγκες φωτισμού και αερισμού, εξυπηρετούσε και την κίνηση των θεατών.
Η πρόσβαση των θεατών στο κατώτερο τμήμα του Ωδείου γινόταν από τις θολωτές παρόδους (aditus maximi) και από έναν κεντρικό διάδρομο (vomitorium), που ξεκινούσε από την περιμετρική στοά και κατέληγε στην ορχήστρα. Την άνοδο των θεατών στο κοίλο από τον εξωτερικό χώρο εξυπηρετούσε διπλή κλίμακα στο νότιο τμήμα του κτιρίου. Δύο επί πλέον κλίμακες εκατέρωθεν των παρασκηνίων οδηγούσαν στον όροφο της σκηνής.
Το Ωδείο ανεγείρεται στο πρώτο μισό του 2ου αι. μ.Χ., εποχή ακμής για τη Νικόπολη, έδρα της αυτόνομης επαρχίας της Ηπείρου. Κατά τη διάρκεια της χρήσης του γνώρισε διάφορες επισκευές και επεμβάσεις, η πλέον εκτεταμένη από τις οποίες αφορούσε ένα συνολικό πρόγραμμα ανακαίνισης. Η οικοδομική αυτή φάση χρονολογείται μεταξύ του τέλους του 2ου αι. μ.Χ. και των αρχών του 3ου αι. μ.Χ., στην εποχή της δυναστείας των Σεβήρων. Αρχαιολογικά ευρήματα ορίζουν την εγκατάλειψη του Ωδείου, πιθανότατα στα τέλη του 4ου αι. μ.Χ.